Σε κλοιό έντονων πιέσεων προβλέπεται ότι θα παραμείνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με το κόστος στέγασης στην Ελλάδα να παίρνει πανευρωπαϊκό «χρυσό», την ακρίβεια παρά τους εντατικούς ελέγχους να συνεχίζει να δίνει ρέστα και τα επιτόκια να παραμένουν σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα για πολύ καιρό.
Πηγές με γνώση των διεργασιών στους κόλπους της ΕΚΤ εκτιμούν πως στον βαθμό που δεν υπάρξουν δραματικές ανατροπές στην παγκόσμια οικονομία, μια ρεαλιστική εκτίμηση για τον χρόνο και το ύψος της πρώτης μείωσης των επιτοκίων φέρνει την παρέμβαση στο δεύτερο εξάμηνο του 2024. Στο καλύτερο δυνατό σενάριο, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η μείωση θα είναι μόλις 25 μονάδες βάσης.
Πρακτικά, σε ένα χρόνο από σήμερα, το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα είναι στο 3,75%, από 4%, αν στο μεσοδιάστημα δεν προκύψει νέα αύξηση επιτοκίων, στη σκιά μιας ενδεχόμενης νέας πληθωριστικής έξαρσης, η οποία κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί όσο συνεχίζεται ο πόλεμος Ισραήλ-Χαμάς. Στη συνέχεια, οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι για να επιστρέψουν τα επιτόκια στην περιοχή του 2%, θα πρέπει να έχει πιστοποιηθεί η διατηρήσιμη μείωση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη κοντά στο 2%, εξέλιξη η οποία δεν αναμένεται πριν το 2025…
Τα υψηλά επιτόκια έχουν αρχίσει να «δαγκώνουν» την οικονομία, αν και όχι στο μέγεθος που θα περίμενε κανείς, δεδομένης της ταχείας και απότομης εκτίναξής τους. Σε επίπεδο ευρωζώνης, το ΔΝΤ εκτιμά ότι φέτος η προσγείωση θα είναι ομαλή, με ρυθμό ανάπτυξης ασθενικό μεν αλλά σε θετικό έδαφος (0,7%) και 1,7% το 2024. Για την Ελλάδα, οι τελευταίες προβλέψεις του ΥΠΕΘΟ αναφέρουν ρυθμό ανάπτυξης 2,3% φέτος και 3% του χρόνου.
Στοιχεία της ΤτE όμως έρχονται να αναδείξουν, με μια σειρά παραμέτρων, την πίεση που υφίστανται νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Όπως σημειώνει η ΤτE, παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης. Συγκεκριμένα, το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27.
Ομοίως, ο δείκτης υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης λαμβάνει για την Ελλάδα την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς για το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%. Η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι συνιστώσες που συμπεριλαμβάνονται στο κόστος στέγασης είναι η τακτική συντήρηση και επισκευή και το κόστος των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (νερό, ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και θέρμανση), και επιπλέον για τους μεν ιδιοκτήτες οι πληρωμές τόκων ενυπόθηκων δανείων, ασφάλιση και φόροι, για τους δε ενοικιαστές, οι πληρωμές ενοικίου.
Στο μέτωπο των δανείων σε καθυστέρηση, την ίδια ώρα, στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν επίσης αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες κατά 32,6% το πρώτο εξάμηνο του 2023, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε 6,5 δισ. ευρώ από 4,9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022.
Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση 1 έως 30 ημέρες. Επιπλέον, άξιο αναφοράς είναι ότι ο λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 4,8% τον Ιούνιο του 2023, έναντι 3,6% στο τέλος του 2022.
Πάντως τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις - denounced) υποχώρησαν περαιτέρω στο τέλος α' εξαμήνου του 2023 και διαμορφώθηκαν σε 4,2 δισ. ευρώ (32,9% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 4,7% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,4 δισ. ευρώ). Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το 78,2% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (77%). Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 85%, για τα στεγαστικά σε 57,4% και για τα καταναλωτικά δάνεια σε 74,4%.
Επιμένει και ο πληθωρισμός
Παρά το μπαράζ ελέγχων και τα πρόστιμα που δεν διστάζει (πλέον) να επιβάλλει το υπουργείο Ανάπτυξης, οι καταναλωτές στην Ελλάδα παραμένουν εγκλωβισμένοι σε κλοιό ακρίβειας, με τον πληθωρισμό μάλιστα να δείχνει και πάλι τα δόντια του. Τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat για τον μήνα Οκτώβριο έδειξαν άνοδο του εναρμονισμένου δείκτη στο 3,9% από 2,4% ένα μήνα νωρίτερα, κόντρα στο ρεύμα της ευρωζώνης όπου ο μέσος εναρμονισμένος δείκτης υποχώρησε στο 2,9% από 4,3% τον Σεπτέμβριο.
Η παγιωμένη ακρίβεια φαίνεται να έχει αντανάκλαση και στη χρήση πλαστικού χρήματος, όπου οι καταναλωτές φαίνεται να πατούν «φρένο».
Τα στοιχεία της ΤτE δείχνουν ότι οι ενεργές κάρτες πληρωμών σε κυκλοφορία ανήλθαν σε 20,1 εκατ. στις 30 Ιουνίου του 2023, παρουσιάζοντας μείωση 2% σε σχέση με τις 31 Δεκεμβρίου 2022. Για πρώτη φορά, δε, καταγράφεται πτώση στον αριθμό χρεωστικών καρτών κατά 3% και αύξηση στον αριθμό πιστωτικών καρτών κατά 1%.
Ο συνολικός αριθμός και η συνολική αξία των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με κάρτες πληρωμών το πρώτο εξάμηνο του 2023 δεν παρουσίασαν σημαντικές μεταβολές σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, με τον όγκο των συναλλαγών με κάρτες να φτάνει στα 1.048 εκατ., παρουσιάζοντας αύξηση 2% ενώ η αναλογούσα αξία διαμορφώθηκε στα 49 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση 3%.