Οξύτατες αντιδράσεις προκάλεσε η χθεσινή δημοσίευση του σχεδίου νόμου για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), καθώς όπως δηλώνουν παράγοντες του κλάδου, η αποφασισθείσα φορολόγηση είναι σε θέση να βάλει τέρμα στην όποια ανάπτυξη είχε σημειώσει ο θεσμός των ΤΕΑ κατά τα τελευταία χρόνια.
Οι αντιδράσεις των εργαζομένων (συμπεριλαμβάνονται μεταξύ πολλών άλλων και αυτοί των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά και της ΕΧΑΕ) εκφράστηκαν έντονα και προς τον αρμόδιο υπουργό Εργασίας Άδωνι Γεωργιάδη, αλλά και προς άλλα κυβερνητικά στελέχη, μεταξύ των οποίων ο Μάκης Βορίδης.
Σύμφωνα με παράγοντα του κλάδου, «ζούμε στην εποχή του παραλόγου. Πριν από πολλά χρόνια, κράτος, εργοδότες και εργαζόμενοι συμφώνησαν στην τριμερή χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου να προκύπτουν αξιοπρεπείς συντάξεις για τη λεγόμενη τρίτη ηλικία. Στη συνέχεια, ήρθε το κράτος και -στην πράξη- ξεκαθάρισε ότι δεν μπορεί να συνεισφέρει τόσα πολλά, έτσι ώστε να προκύπτουν αξιοπρεπείς συντάξεις και ουσιαστικά είπε σε εργαζόμενους και εργοδότες να κόψουν τον λαιμό τους.
Μετά από αυτό, εργοδότες και εργαζόμενοι, είτε μέσα από τα ομαδικά ασφαλιστικά προγράμματα του τρίτου πυλώνα είτε μέσα από την Επαγγελματική Ασφάλιση, έβαλαν το χέρι στην τσέπη, χωρίς τη συμμετοχή του κράτους. Και το κράτος, με τη σειρά του, αντί να απολογηθεί επειδή δεν καταβάλλει το δικό του μερίδιο, έρχεται σήμερα να επιβάλει άγρια φορολογία».
Οι ασφαλιστικές εταιρείες από την πλευρά τους, ενώ πίεζαν την κυβέρνηση για να μηδενίσουν τη φορολογία επί του καταβαλλόμενου εφάπαξ στα δικά τους προγράμματα όπως ίσχυε για τα ΤΕΑ, βλέπουν τελικά να φορολογούνται τώρα και τα ΤΕΑ!
Τα υποτιθέμενα κίνητρα
Το παράδοξο είναι ότι η κυβέρνηση από την πλευρά της δηλώνει πως θεσπίζει φορολογικά κίνητρα.
Ας πάρουμε λοιπόν το πιο «γενναιόδωρο» φορολογικό κίνητρο της κυβέρνησης, που αφορά τους εργαζόμενους οι οποίοι θα έχουν καταβάλει εισφορές σε ΤΕΑ για τουλάχιστον 26 χρόνια. Γι’ αυτούς προβλέπεται επιβολή φόρου 5% στο εφάπαξ ή 2,5% στη σύνταξη. Ακόμη όμως και σ’ αυτή την περίπτωση, το φορολογικό κίνητρο είναι αν όχι ανύπαρκτο, τουλάχιστον αμελητέο, καθώς:
Πρώτον, ο μέσος φορολογικός συντελεστής για έναν μισθωτό κυμαίνεται μόλις γύρω 15% και είναι μικρότερος για άτομα χαμηλών εισοδημάτων.
Δεύτερον, ο συντελεστής φόρου 5% στο εφάπαξ δεν επιβάλλεται μόνο στις συνολικές εισφορές του εργαζόμενου και του εργοδότη, αλλά και στη συνολική απόδοση του χαρτοφυλακίου που θα έχει προκύψει μετά από 25 ή 30 χρόνια επενδύσεων! Αν για παράδειγμα η μέση ετήσια απόδοση είναι 3%, τότε στα 30 χρόνια μαζί με την επανεπενδύσεις προκύπτει πολύ μεγάλο ποσό, που θα φορολογηθεί και αυτό. Αντίθετα, αν ο εργαζόμενος αποταμίευε μόνος τους (εκτός ΤΕΑ) τα κεφάλαιά του, οι αποδόσεις του θα ήταν εντελώς αφορολόγητες.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα για εργαζόμενους που όταν συνταξιοδοτηθούν, θα είναι ενταγμένοι στο ΤΕΑ για μικρότερο αριθμό ετών, όπως για παράδειγμα για έξι έως 15 χρόνια. Μιλάμε για την πλειονότητα των σημερινών εργαζομένων, των οποίων το εφάπαξ θα φορολογείται με 15% και με 7,5% η σύνταξη (είναι αδύνατον να προκύψει σημαντική μηνιαία σύνταξη σε μόλις 6-15 έτη ασφάλισης). Προφανώς, και στην περίπτωση αυτή θα φορολογηθούν με 15% και οι αποδόσεις των επενδύσεων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, ουσιαστικό φορολογικό κίνητρο για τα ΤΕΑ προκύπτει μόνο για εργαζόμενους με πολύ υψηλές αποδοχές (π.χ. άνω των 3.000 ευρώ), οι οποίοι ωστόσο δεν είναι περισσότεροι από το 2% του συνόλου. Αντίθετα, κανένα ουσιαστικό κίνητρο δεν προκύπτει για τους υπόλοιπους.
«Το αφορολόγητο στο εφάπαξ των ΤΕΑ δεν το έθιξε ούτε η τρόικα, γιατί θεωρούσε τον θεσμό χρήσιμο για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού. Δυστυχώς αυτή τη φορά, έρχεται το κράτος να επιβάλει τους όρους του, ορίζοντας χρονικά όρια δεκαετιών και βαρείς φορολογικούς συντελεστές σε μια σύμπραξη ιδιωτών (εργοδοτών και εργαζομένων) οι οποίοι πληρώνουν από την τσέπη τους για να καλύψουν μια υποχρέωση για την οποία θα έπρεπε να είχε φροντίσει η Πολιτεία», αναφέρει χαρακτηριστικά παράγοντας από τον χώρο της Επαγγελματικής Ασφάλισης.