Όχι στον εφησυχασμό για την ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρικό ρεύμα κατά τον επικείμενο χειμώνα, λέει ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER).
Στην Έκθεση που δημοσιοποίησε για τα διδάγματα από την ενεργειακή κρίση, καθώς και την αξιολόγηση των μέτρων που ελήφθησαν τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και σε εθνικό επίπεδο, ο ACER επισημαίνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αυξημένες αβεβαιότητες, οι οποίες σχετίζονται πρώτιστα με τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν και συνακόλουθα θα επηρεάσουν άμεσα τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.
Μπορεί οι αποθήκες φυσικού αέριου στην Ευρώπη να έχουν φθάσει ή και να υπερβούν τον στόχο πλήρωσης του 90%, ωστόσο, ένας βαρύς χειμώνας ενδέχεται να εκτοξεύσει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για θέρμανση και να επηρεάσει αρνητικά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αποθήκευσης για το 2024, υπογραμμίζει ο ACER.
Επιπλέον, εκτός από τις καιρικές συνθήκες, ο ACER συμπεριλαμβάνει στις αβεβαιότητες, τις εξελίξεις στο μέτωπο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, σε συνάρτηση με την περαιτέρω μείωση της προμήθειας ρωσικού αερίου, την εξέλιξη στην παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου, που θα επηρεάσει την αγορά του LNG, καθώς και τη διαθεσιμότητα των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού.
Πάντως, ο ACER εκτιμά ως θετικά γεγονότα την ομαλοποίηση στην αγορά του φυσικού αερίου, με τις τιμές, όπως λέει, να επιστρέφουν σταδιακά στα επίπεδα των αρχών του 2021, καθώς και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, που ξαναγυρίζουν στα προ κρίσης επίπεδα, όπως υποστηρίζει, επιτρέποντας, έτσι, στις κυβερνήσεις να αποσύρουν το μεγαλύτερο μέρος από τα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης.
Σε γενικές γραμμές, ο ACER διαπιστώνει ότι οι ήπιες καιρικές συνθήκες τον χειμώνα 2022-2023, σε συνδυασμό με την ανταπόκριση των πολιτών για συγκράτηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, θωράκισαν την Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ασφάλειά της. Στα συν εντάσσει τη λειτουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής ηλεκτρικής αγοράς, που επέτρεψε την αξιοποίηση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων, ώστε τα πλεονάσματα ηλεκτρικής ενέργειας να κατευθυνθούν όπου ήταν αναγκαίο.
Επί της ουσίας ο ACER δεν κάνει καμία κριτική για το μοντέλο της ηλεκτρικής ενέργειας (target model), αντίθετα, εμφανίζεται εμμέσως πλην σαφώς να το υπερασπίζεται, παρά τις φωνές που αναπτύσσονται (και από την Ελλάδα) μέσα στους κόλπους της Ε.Ε. για την ανάγκη βελτιώσεών του.
Ένα μεγάλο μέρος της Έκθεσης του ACER επικεντρώνεται στα μέτρα που έλαβαν τα κράτη-μέλη για την ενεργειακή ασφάλειά τους. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο Οργανισμός παραθέτει τις εγχώριες παρεμβάσεις, όπως, η μίσθωση του FSU, που ενίσχυσε τη Ρεβυθούσα αυξάνοντας τη χωρητικότητά της στα 375 εκατ. κ.μ. από 222 εκατ. κ.μ., την αποθήκευση αερίου σε Ιταλία και Βουλγαρία, την αύξηση των αποθεμάτων ντίζελ από ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες φυσικού αερίου ως εναλλακτικό καύσιμο, την αναθεώρηση του προγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, την επικαιροποίηση του Σχεδίου Προληπτικής Δράσης, με συμπερίληψη αντιμέτρων, την εκστρατεία της κυβέρνησης με καμπάνιες για ενεργειακή εξοικονόμηση, καθώς και τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος.
Ιδιαίτερα αναφορά γίνεται και στο microsite της ΡΑΑΕΥ, μέσω του οποίου οι καταναλωτές μπορούν να υπολογίσουν το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος που καταναλώνουν, αλλά και την αποδοτικότητα των συσκευών τους.
Και στη χώρα μας, σύμφωνα με τον ACER, η προηγούμενη χειμερινή περίοδος ολοκληρώθηκε χωρίς προβλήματα επάρκειας. Σε αυτό, βέβαια, συνέβαλε ο ήπιος χειμώνας, με συνέπεια αρκετά από τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν να μην εφαρμοσθούν (αποθήκευση εκτός συνόρων, χρήση ντίζελ στην ηλεκτροπαραγωγή, αντίμετρα).
Η ενίσχυση των φορτίων LNG, η εκτεταμένη χρήση της λιγνιτικής παραγωγής, σε συνάρτηση με τη μειωμένη ζήτηση, κράτησαν αλώβητο το εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα από τις απειλές για έλλειψη φυσικού αερίου.
Συνολικά, η μείωση της εγχώριας μέσης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζεται σε 15% σε ετήσια βάση. Πιο αναλυτικά, σε σύγκριση με τον χειμώνα 2021-2022 η ζήτηση περιορίσθηκε κατά 9,96% τον Νοέμβριο του 2022, κατά 13,32% τον Δεκέμβριο του 2022, κατά 13,58% τον Ιανουάριο φέτος, κατά 2% τον Φεβρουάριο, που ήταν ο πιο κρύος χειμωνιάτικος μήνας, και κατά 15,45% τον Μάρτιο.
Ανάλογα, επηρεάστηκε και η ηλεκτροπαραγωγή. Στο διάστημα Ιανουάριος-Μάρτιος 2023, οι μονάδες φυσικού αερίου και λιγνίτη περιόρισαν την παραγωγή τους κατά 36,71%. Στο ίδιο διάστημα η παραγωγή ΑΠΕ αυξήθηκε κατά 10,34%.