Μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι προγραμματισμένες παροχές της κυβέρνησης έως την ολοκλήρωση της τετραετίας, με την πολιτική ανάγκη νέου κύκλου ελαφρύνσεων να ταυτίζεται με την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Τα ψηφισμένα μέτρα τα οποία ενσωματώνονται στον προϋπολογισμό, αν μπουν δίπλα δίπλα με τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, αποκαλύπτουν ότι έως το 2027, πέραν της νομοθετημένης ετήσιας αύξησης των συντάξεων, μένει μόνο η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Τα δύο αυτά μέτρα σταδιακά την περίοδο 2025-27 κοστίζουν 1 δισ. ευρώ (500 εκατ. ευρώ οι ασφαλιστικές εισφορές και 480 εκατ. ευρώ το τέλος επιτηδεύματος) και η κυβέρνηση αναζητά έως και 2 δισ. ευρώ από το 2026 σε ετήσια βάση, προκειμένου να δώσει συνέχεια στο αφήγημα των χαμηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων.
Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Ο δημοσιονομικός χώρος, τα επόμενα χρόνια, θα μπορούσε να προκύψει είτε από μεγέθυνση της οικονομίας μεγαλύτερη από την αναμενόμενη, είτε μέσω της φορολόγησης ενός σημαντικού τμήματος αδήλωτων σήμερα εισοδημάτων, που εκτιμώνται μεταξύ 8 και 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Ο στόχος, επί του παρόντος, είναι ανεπίσημος και μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους συντηρητικός, αν αναλογιστεί πόσα δισεκατομμύρια έχουν τάξει στα λόγια οι κυβερνήσεις των προηγούμενων δύο δεκαετιών από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Βασίζεται στην υπόθεση ότι με μέτρα που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη αφορολόγητων εισοδημάτων (διασύνδεση POS-ταμειακών, προσυμπληρωμένες δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος μόνο στη βάση τιμολογίων εσόδων και εξόδων που περνούν από το MyDATA, επέκταση POS σε όλη την αγορά και αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών), το κενό ΦΠΑ από περίπου 15% που υπολογίζεται σήμερα, θα υποχωρήσει στο 9% το 2026, όσο δηλαδή είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Το 2019, το κενό ΦΠΑ, σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις της Κομισιόν, ήταν στην Ελλάδα 23,4% και τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία δείχνουν ότι το 2020 είχε υποχωρήσει στο 19,7%. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, σήμερα βρισκόμαστε κοντά στο 15% και στόχος είναι να φτάσουμε στο 9% το 2026. Η κάλυψη της απόστασης από το 23,4% στο 15% μεταφράζεται σε πρόσθετα έσοδα της τάξεως των 2 δισ. ευρώ από ΦΠΑ έως σήμερα, με επιπλέον 500 εκατ. ευρώ από την αύξηση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων (καθώς αποκαλύφθηκαν υψηλότερα κέρδη). Αντίστοιχα κέρδη στο ταμείο του κράτους εκτιμάται πως θα φέρει και η κάλυψη της απόστασης από το 15% στο 9%.
Με 2 δισ. ευρώ περισσότερα έσοδα, από το 2026 θα μπορούσε για παράδειγμα να μειωθούν κατά μία μονάδα οι συντελεστές ΦΠΑ και να υπάρξει και νέα πρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Αλλά αυτές οι αποφάσεις θα ληφθούν αφότου οδηγηθούν στα ταμεία του κράτους τα έσοδα από τη φοροδιαφυγή. Μέχρι τότε, είναι σχέδια επί χάρτου.
Επί του παρόντος, το προσχέδιο προϋπολογισμού 2024 ενσωματώνει μέτρα δημοσιονομικού κόστους 2,137 δισ. ευρώ, χωρίς να έχουν εγγραφεί πρόσθετα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Εάν μπουν λεφτά στο ταμείο από του χρόνου, το οικονομικό επιτελείο θα έχει τη δυνατότητα να επανασχεδιάσει το αφήγημα των παροχών, στον βαθμό βεβαίως όπου όλες οι υπόλοιπες προβλέψεις του προϋπολογισμού επιβεβαιωθούν χωρίς ανατροπές.