«Η τιμή του ελαιολάδου έχει εκτοξευθεί σε υψηλά επίπεδα και ενδεχομένως να πάει υψηλότερα», εκτιμά ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ Κ. Κουτσιούμπης. Σήμερα η τιμή παραγωγού, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, κινείται στα 8,5 έως 8,7 ευρώ το λίτρο, με τη λιανική τιμή του λίτρου να έχει ξεπεράσει τα 10 ευρώ και να αγγίζει πλέον σε κάποιους κωδικούς και τα 20 ευρώ το λίτρο.
Ο επικεφαλής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου συμμετείχε στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν χθες Τετάρτη η Διεπαγγελματική (ΕΔΟΕ), ο ΣΕΒΙΤΕΛ, η Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε) και ο Σύνδεσμος Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΥΤΕΚ), με θέμα «Επίκαιρα Ζητήματα Νέας Ελαιοκομικής Περιόδου». Όμως η χθεσινή συνέντευξη τύπου δεν έκανε πιο σοφούς τους παρευρισκόμενους. Αντιθέτως, από τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων του κλάδου -σ.σ. χαιρετισμό απεύθυνε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Διονύσιος Σταμενίτης- αποκαλύφθηκε ότι ο ελληνικός χρυσός είναι …γυμνός.
Αφενός, διότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία αλλά κατά προσέγγιση εκτιμήσεις για το ύψος της παραγωγής, της κατανάλωσης, για το πόσες ποσότητες διακινούνται χύμα και για το ύψος των αποθεμάτων -κλασική περίπτωση Greek statistics. Και αφετέρου, διότι οι νόμοι που ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο για την προστασία του προϊόντος -πάταξη της χύμα πώλησής του- παραμένουν κενό γράμμα, όπως συμβαίνει με την εφαρμογή της νομοθεσίας του 2017 για την απαγόρευση χρήσης χύμα ελαιολάδου στα τραπέζια των εστιατορίων, μέτρο που δεν εφαρμόζεται.
Χωρίς ακριβή στοιχεία, με κατακερματισμένες αρμοδιότητες μεταξύ διαφόρων υπουργείων και χωρίς σαφή στρατηγική, όχι μόνο από πλευράς πολιτείας, είναι προφανές ότι η Ελλάδα, που παράγει κατ’ εκτίμηση το 10% της παγκόσμιας παραγωγής, κινδυνεύει να χάσει και το ελαιόλαδο.
Κίνδυνος για το εθνικό προϊόν υπάρχει και από τις αλλαγές που προωθεί η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ασφάλεια Τροφίμων, η οποία έχει συστήσει το όριο σε υδρογονάνθρακες ορυκτελαίων στο 2 mg/κιλό. Η Γερμανία, όπου το μερίδιο του ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου είναι 14%, έχει υιοθετήσει τα συγκεκριμένα όρια ενώ σε αντίστοιχες κινήσεις ετοιμάζονται να προβούν Τσεχία και Ολλανδία. Αυτό το όριο το υπερβαίνει το 30% των δειγμάτων του ελληνικού ελαιολάδου που έχει ελεγχθεί, κάτι που ισοδυναμεί όχι μόνο με μείωση της τιμής διάθεσης αλλά και με προβλήματα στις εξαγωγές του προϊόντος.
Η Ελλάδα εξάγει κατ’ εκτίμηση 60.000-100.000 τόνους ελαιόλαδο, ανάλογα με την ελαιοκομική χρονιά, εκ των οποίων οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου φθάνουν τους 40.000 τόνους. Δηλαδή το μερίδιο του τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές κινείται στο 2-3%, είπε ο κ. Φώτης Σουσαλής, αντιπρόεδρος του ΣΥΤΕΚ, με το μερίδιο στη Γερμανία να φθάνει στο 14%, 12% στην Πολωνία και 5% στο Βέλγιο.
Την ίδια στιγμή, περί τους 70.000 τόνους -δηλαδή το 25% της παραγωγής και το 70% της κατανάλωσης- διακινούνται στην εγχώρια αγορά σε τενεκέ και χωρίς παραστατικά. Από αυτή τη «μαύρη» διακίνηση του προϊόντος, η οποία υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 500 εκατ. ευρώ, χάνονται ετησίως από τα κρατικά ταμεία περί τα 60-70 εκατ. ευρώ. Σε τυποποιημένη μορφή μέσω των σούπερ μάρκετ υπολογίζεται ότι διακινούνται περί τους 12.000 τόνους, όταν προ κρίσης ήταν στους 30.000 τόνους, ενώ στους 15.000 τόνους εκτιμάται ότι είναι η ιδιοκατανάλωση από τους παραγωγούς.
Την περασμένη ελαιοκομική περίοδο, η εγχώρια παραγωγή άγγιξε κατ’ εκτίμηση τους 280.000-320.000 τόνους, την τρέχουσα η παραγωγή υπολογίζεται στους 180.000-200.000 τόνους. Περί τους 300.000 Έλληνες ασχολούνται με το προϊόν, εκ των οποίων οι 150.000 είναι κατά κύριο λόγο ελαιοπαραγωγοί, ενώ υπάρχουν και 1.200 ελαιοτριβεία.