Στην υπογραφή κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την πραγματική ενίσχυση των εισοδημάτων, μέσα από πλήρη, σταθερή και μόνιμη εργασία στον ιδιωτικό τομέα, αναμένεται να πέσει το βάρος των προσπαθειών της κυβέρνησης, κυρίως όμως των κοινωνικών εταίρων.
Ο εργασιακός νόμος Γεωργιάδη ψηφίστηκε την περασμένη βδομάδα στη Βουλή, θεσμοθετώντας, μεταξύ άλλων, ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως εργασία με συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας, όπου ο εργαζόμενος καλείται να προσφέρει έκτακτη εργασία, εργασία σε δεύτερο εργοδότη με μάξιμουμ ωρών απασχόλησης τις 13, καθώς και εργασία σε συγκεκριμένους κλάδους 6 ημέρες την εβδομάδα ή ακόμη και Κυριακή.
Βέβαια, τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από διάφορους οργανισμούς δείχνουν πως η πραγματικότητα απαιτεί πιο συντονισμένες προσπάθειες, σε πολλά επίπεδα, και με τη συμμετοχή του συνόλου των κοινωνικών εταίρων.
Για παράδειγμα, τα στοιχεία δείχνουν πως οι Έλληνες δουλεύουν 41 ώρες την εβδομάδα, περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο, αλλά αμείβονται λιγότερο. Οι μισθοί, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ, δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο τα 1.038 ευρώ, και παράλληλα, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνει τις πραγματικές αμοιβές, ροκανίζοντας την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Στο πολυδιάστατο παζλ που συνθέτει την εγχώρια αγορά εργασίας, θα πρέπει να προστεθούν και η υψηλή ανεργία, που παρότι μειώνεται, εξακολουθεί να είναι σημαντικά πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, αλλά και η «μαύρη», η υποδηλωμένη και η άτυπη απασχόληση.
Όπως αποκαλύφθηκε δε, μέσα από τη διαδικασία ξεπαγώματος των τριετιών, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) υπογράφονται με το σταγονόμετρο και οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού δεν φτάνουν ως τα υψηλότερα κλιμάκια των μισθωτών, ώστε να αναπροσαρμόσουν ικανοποιητικά, ως «μοχλός πίεσης», τους μεσαίους μισθούς, που χάνουν σημαντικό τμήμα από την αγοραστική τους δύναμη.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, oι Έλληνες εργάζονται περισσότερο σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους. Συγκεκριμένα, το 2022 εργάζονταν 41 ώρες την εβδομάδα έναντι 37,5 ώρες κατά μέσο όρο στην ΕΕ. Πιο εργατικοί, μετά τους Έλληνες, ήταν οι Πολωνοί με 40,4 ώρες καθώς και οι Ρουμάνοι και οι Βούλγαροι με 40,2 ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης. Αντίθετα, τις λιγότερες ώρες εργάζονται οι Ολλανδοί (33,2), οι Γερμανοί (35,3) και οι Δανοί (35,4).
Την ίδια στιγμή, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ δείχνουν πως οι μέσες μεικτές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται σε μόλις 1.038 ευρώ (στοιχεία Φεβρουαρίου 2023, με βάση τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις που υποβάλλονται στον Φορέα). Μάλιστα, παρά την αύξηση κατά 4% που διαπιστώθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022, υπολείπεται σημαντικά του πληθωρισμού.
Μάλιστα, ένας στους τέσσερις μισθωτούς (26%) και συγκεκριμένα 640.718 άτομα σε σύνολο 2.455.046 που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, είναι με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν κατά μέσο όρο μισθό 430,81 ευρώ, που αντιστοιχεί «καθαρά» στην τσέπη τους, περί τα 346 ευρώ. Αντίστοιχα, οι 1.815.954 εργαζόμενοι (74% του συνόλου) λαμβάνουν μέσο μισθό 1.251,61 ευρώ μεικτά και περίπου 1.140 ευρώ «καθαρά». Έτσι, συνολικά, ο μέσος μισθός στη χώρα μας διαμορφώνεται στα 1.038,23 ευρώ μεικτά, ή 910 ευρώ καθαρά.
Αλλά και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος σε σύνολο 38 χωρών, αναφορικά με το ύψος του μέσου μισθού. Με μέσο ετήσιο μισθό 25.979 δολάρια ΗΠΑ (23.640 ευρώ), η Ελλάδα το 2022 ήταν πολύ κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, που κινήθηκε στα 53.416 δολάρια ΗΠΑ. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί, είναι πως η Ελλάδα είναι στις 4 χώρες του ΟΟΣΑ, μαζί με τον Καναδά, την Κόστα Ρίκα και την Κολομβία, στις οποίες η αποζημίωση μισθού ανά ώρα εργασίας μειώθηκε το 2022 αντί να αυξηθεί και μάλιστα κατά 2%. Ο δείκτης αυτός μαρτυρά εντατικοποίηση της εργασίας και «δείχνει» μισθωτούς που δουλεύουν περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν με τους ίδιους όμως μισθούς -χωρίς δηλαδή αύξηση μισθών περισσότερες ώρες εργασίας, πάντα κατά μέσο ετήσιο όρο.