Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα πολύ σημαντικό επίτευγμα και στην πραγματικότητα έχει συμβεί σε σύντομο χρόνο αν συγκριθεί με τα ιστορικά δεδομένα, υπάρχουν, όμως, ακόμα προκλήσεις, αναφέρει ο Dennis Shen, επικεφαλής αναλυτής του οίκου αξιολόγησης Scope Ratings για την Ελλάδα, σε συνέντευξη στον Keith Mullin, senior writer της Scope, η οποία έδωσε την επενδυτική βαθμιδα στην Ελλάδα 4 Αυγούστου (σ.σ. ο οίκος δεν αναγνωρίζεται από την EKT).
Η μείωση του χρέους είναι πράγματι σημαντική, καθώς καθιστά την Ελλάδα πιο ανθεκτική στην αστάθεια της αγοράς, εάν η στήριξη του Ευρωσυστήματος στο μέλλον αποδεικνυόταν λιγότερο αποτελεσματική, σημειώνει. Ως αποτέλεσμα, η συνεχιζόμενη μείωση του χρέους καθιστά την αξιολόγηση της Ελλάδας πιο ανθεκτική στην επενδυτική βαθμίδα.
Είναι σημαντικό, όπως αναφέρει, ότι καταγράφεται ουσιαστική περαιτέρω σύγκλιση του αυξημένου δείκτη χρέους της Ελλάδας προς την κατεύθυνση άλλων υπερχρεωμένων κρατών της ευρωζώνης όπως η Ιταλία.
Οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχουν επιφέρει μείωση του υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Το πρόγραμμα Ηρακλής πρωτοστάτησε σε αυτήν την προσπάθεια και τα NPLs σε όλο το σύστημα μειώθηκαν εντυπωσιακά στο 8% το πρώτο τρίμηνο του 2023, έχοντας κορυφωθεί στο 49% τον Ιούνιο του 2017.
Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι η αφαίρεση των NPLs από τους τραπεζικούς ισολογισμούς δεν σημαίνει αφ' εαυτής ότι τα μη εξυπηρετούμενα τα δάνεια έχουν εξαφανιστεί. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να επιβαρύνεται από τα υψηλότερα NPLs στη ζώνη του ευρώ.
Η κεφαλαιοποίηση είναι μέτρια, παρότι κι αν έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η υψηλή εξάρτηση από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις αποτελεί πρόκληση και η σχέση τραπεζών-κράτους είναι πιο σημαντική ενδεχόμενη υποχρέωση σε σχέση με την εικόνα στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αξιολόγηση της Ελλάδας περιορίζεται στο BBB- από αρκετές σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις. Το αυξημένο επίπεδο του δημόσιου χρέους παραμένει μια βασική πρόκληση. Το υψηλό χρέος εκθέτει την Ελλάδα σε συνεχή κίνδυνο κάθε φορά που υπάρχει στροφή του κλίματος της αγοράς προς την αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του χρέους των πιο υπερχρεωμένων κρατών της Ευρώπης. Η περαιτέρω μείωση αυτού του χρέους θα μπορούσε να κάνει την Ελλάδα πιο ανθεκτική.
Επιπλέον, οι κίνδυνοι πολιτικής επικρατούν καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση από τους επίσημους δανειστές στην χρηματοδότηση με βάση τους όρους της διεθνούς αγοράς.
Μια άλλη πρόκληση είναι η μέτρια μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της τάξης του 1%. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές εδώ, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας. Μια ανάλυση που ανατέθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος από το 2011 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Αυτό είναι τριπλάσιο από το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας σήμερα. Ο κλιματικός κίνδυνος αντιπροσωπεύει σημαντικό μακροπρόθεσμο κίνδυνο που σχετίζεται με την αξιολόγηση της Ελλάδας ως της πιο εκτεθειμένης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ερωτηθείς αν ανησυχεί ότι η Ελλάδα θα επαναλαμβάνει λάθη του παρελθόντος απαντά: Η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται. Επομένως, αυτό είναι ένα από τα κύρια μέληματά μας – ίσως όχι τόσο βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. Το 2015, η θετική πρόωρη πρόοδος της ελληνικής κυβέρνησης στον απόηχο της ελληνικής κρίσης αντιστράφηκε απότομα μετά από μια κυβερνητική αλλαγή. Η Ελλάδα κατέληξε να χάσει πληρωμές λόγω του ΔΝΤ την ίδια χρονιά.
Μια αλλαγή προσανατολισμού πολιτικής στο μέλλον θα μπορούσε παρομοίως να θέσει σε κίνδυνο την πρόοδο που σημειώθηκε πρόσφατα και να αμφισβητήσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη που βασίζεται στην εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων. Η αξιωματική αντιπολίτευση – ο ΣΥΡΙΖΑ – μπορεί να πάει σε πιο μετριοπαθή ή σε πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση μετά την πρόσφατη εκλογική ήττα.
Ακόμη και σήμερα, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος αξιοποιείται από την υφιστάμενη κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με 9 δισ. ευρώ εφάπαξ παροχές στους συνταξιούχους, αυξήσεις μισθών στο δημόσιο τομέα και αύξηση του αφορολόγητου ορίου για νοικοκυριά με παιδιά. Η κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης και η δέσμευση για κατάργηση του ειδικού φόρου στους τόκους στα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου είναι περαιτέρω παραδείγματα ανατροπών έναντι της πολιτικής της κρίσης.
Σε αυτό το στάδιο, η κλίμακα μιας τέτοιας αντιστροφής πολιτικής είναι συγκριτικά μέτρια και η Ελλάδα διατηρεί σθεναρά την επιδίωξή της για μείωση του χρέους και πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ως βασικούς στόχους, παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ. Παραμένει η ευρωπαϊκή εποπτεία. Ωστόσο, η διολίσθηση των πολιτικών πρέπει να παρακολουθείται στενά – εφόσον διασφαλίζεται ότι δεν θα επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος αφού η Ελλάδα επιτύχει τον επενδυτικό βαθμό και αφού επιτύχει την κανονικότητα που επιδιώκεται την τελευταία δεκαετία.