Την επιστροφή του ελληνικού τουρισμού στα επίπεδα του 2019 θα σηματοδοτήσει το 2023, σύμφωνα με τη νέα διοίκηση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), η οποία, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής ενημέρωσης, εστίασε στους 5 κύριους πυλώνες στρατηγικής ανάπτυξης του τουριστικού τομέα τα επόμενα χρόνια, που συνδέονται άμεσα με την ορθή σύνθεση του τουριστικού προϊόντος.
Ο νέος πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Παράσχης εξέφρασε την πεποίθησή του ότι το 2023 θα εξελιχθεί τουριστικά στα επίπεδα του 2019 και ίσως σε λίγο υψηλότερα επίπεδα, με τον κλάδο να επανέρχεται φέτος σε συνθήκες πλήρους κανονικότητας μετά την πανδημία του κορωνοϊού. «Οι δείκτες “μαρτυρούν” ότι το 2023 θα είναι το νέο έτος αναφοράς τουριστικών μεγεθών και θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στο 2019», τόνισε από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Θάνος, εντεταλμένος σύμβουλος του ΣΕΤΕ.
Όπως επεσήμανε η νέα διοίκηση του Συνδέσμου, «η τουριστική περίοδος ξεκίνησε εκρηκτικά, δεδομένου ότι το περσινό τετράμηνο υπήρχαν περιορισμοί λόγω πανδημίας. Αυτό θα διαμορφώσει μια χρονιά γύρω στα επίπεδα του 2019, καθώς φέτος η τουριστική περίοδος είναι 12μηνη. Σε κάποιους προορισμούς υπήρξαν ενδείξεις ότι κάποιοι μήνες δεν πήγαν τόσο καλά».
Με βάση τα στοιχεία, το α’ πεντάμηνο του έτους οι αεροπορικές αφίξεις κατέγραψαν αύξηση 9% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 και η προσφορά αεροπορικών θέσεων είναι αυξημένη κατά 5,6%, ένδειξη ότι ο ελληνικός τουρισμός θα καταφέρει να φτάσει τουλάχιστον τα επίπεδα του 2022. Σε ό,τι αφορά τις οδικές αφίξεις, η διοίκηση του ΣΕΤΕ τόνισε ότι αν και ο σχετικός δείκτης ανακάμπτει, υστερεί ακόμη σε σχέση με τα προ πανδημίας νούμερα.
Ερωτηθείς για το ζήτημα ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων που πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας τύπου Airbnb, ο Γ. Παράσχης τόνισε ότι «η οικονομία του διαμοιρασμού είναι πραγματικότητα και μέρος του οικοσυστήματος. Είναι πάγια θέση του ΣΕΤΕ ότι το κομμάτι της βραχυχρόνιας μίσθωσης θα πρέπει να ρυθμιστεί και από τις πρώτες επαφές που είχαμε από τη νέα διακυβέρνηση φαίνεται ότι υπάρχει η πρόθεση και η αναγκαιότητα αυτό το κομμάτι να ρυθμιστεί. Πρόκειται για ένα κρίσιμο κεφάλαιο που αφορά τον υγιή ανταγωνισμό της επόμενης μέρας, είναι φαινόμενο οικονομικό και κοινωνικό. Η πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να αναλάβουν περισσότερες πρωτοβουλίες σχετικά με τη ρύθμιση».
Αναφερόμενος στη σχέση ποιότητας - τιμής, μία παράμετρο που φέτος καθορίζει εν πολλοίς τις επιλογές των τουριστών, και τις υψηλές εν γένει τιμές που καταγράφονται φέτος σε όλο το φάσμα των υπηρεσιών του τουρισμού, ο Γ. Παράσχης είπε ότι «υπάρχουν άλλα δεδομένα για τον τουρισμό τώρα και επί πανδημίας. Εμείς ως φορέας προάγουμε τον υγιή ανταγωνισμό και δεν θέλουμε να αφήνουμε κανέναν πίσω. Οτιδήποτε κάνει πιο προσιτό το τουριστικό προϊόν είναι κεντρικός άξονας του ΣΕΤΕ, ο τουρισμός είναι μια εξαιρετικά… δημοκρατική βιομηχανία, δεν μπορεί κανείς να μείνει σε ένα κεντρικό αφήγημα για λίγους και πλούσιους. Ο τουρισμός είναι για όλους».
Στους 5 πυλώνες που θα οδηγήσουν τον ελληνικό τουρισμό στην επόμενη ημέρα επικεντρώθηκε από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Θάνος, αναφερόμενος στις επενδύσεις και στην ανταγωνιστικότητα, στις υποδομές, στη διαχείριση και στην προώθηση προορισμών, στην αγορά εργασίας και στη βιωσιμότητα.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, ο εντεταλμένος σύμβουλος του ΣΕΤΕ επεσήμανε ότι «οι προκλήσεις είναι πολύ έντονες γιατί ο ανταγωνισμός έχει επανακάμψει πλήρως. Μιλάμε για ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί ο κλάδος κι επομένως πρέπει να έχουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Ο τουρισμός αποτελεί τον ήρωα των επενδύσεων. Υλοποιούνται επενδύσεις αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα νερά είναι ήρεμα, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να παρακολουθούμε τα δεδομένα της αγοράς και να επιδιώκουμε λύσεις σε όλα τα επιμέρους ζητήματα».
Ως προς τις υποδομές, τόνισε ότι «χρειάζεται πολλή δουλειά και πρέπει να εντείνουμε την προσπάθεια όσον αφορά την ανάπτυξη των υποδομών, ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης». Αναφερόμενος στη διαχείριση των προορισμών, ανέδειξε την ανάγκη συμπράξεων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ενώ σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας ο Αλ. Θάνος τόνισε: «Το 2019 ο κλάδος ευρύτερα απασχολούσε 850.000 εργαζομένους. Θα πρέπει να γίνουν δομικές αλλαγές για την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, είναι πανευρωπαϊκό και ο κλάδος θα πρέπει να ανακτήσει εντός κι εκτός Ελλάδος την ελκυστικότητά του με όρους που να τον καθιστούν έναν σοβαρό, θετικό εργοδότη. Για την Ελλάδα, στον κλάδο τουρισμού - επισιτισμού έχουν καταγραφεί πάνω από 80.000 κενές θέσεις εργασίας, πρόβλημα που διατηρείται και κατά την τρέχουσα τουριστική σεζόν».
Τέλος, ως προς τη βιωσιμότητα, είπε πως «αποτελεί βασική προτεραιότητα που διέπει τον κλάδο, είναι ένας μονόδρομος που πρέπει να ακολουθήσουμε».