Τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας σε βάρος της Τράπεζας της Ελλάδος για το αδίκημα της παραβίασης δικαστικού απορρήτου (άρθρο 251 ΠΚ ) ζητεί η αντεισαγγελέας Εφετών Αθήνας Αικατερίνη Ρούμπου.
Η υπόθεση αφορά καταγγελία της Συντονιστικής επιτροπής των δικηγόρων υπό τον Δημήτρη Βερβεσό και αναφορά του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου κ. Γ. Μπέσκου, σύμφωνα με τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδος πριν καν συζητηθεί στον Άρειο Πάγο η υπόθεση για τους πλειστηριασμούς και τα funds, προανήγγειλε τη θετική για τα funds απόφαση σχετικά με τη νομιμοποίησή τους ή όχι να διενεργούν πλειστηριασμούς.
To ιστορικό
Οι δικηγόροι στα τέλη Νοεμβρίου 2022 αντέδρασαν έντονα σε αναφορά της Τράπεζας της Ελλάδος προς τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας. Όπως κατήγγειλαν στη σελίδα 91 της Έκθεσης του Νοεμβρίου του 2022, η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού διαπιστώνει ότι η ικανότητα των εν λόγω εταιρειών να διαχειριστούν τα δάνεια δυσχεραίνεται από την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 822/2022 και τις σχετικές εφετειακές αποφάσεις αναφορικά με τη νομιμοποίησή τους να προβούν σε δικαστικές ενέργειες και κυρίως να συμμετέχουν σε διαδικασίες πλειστηριασμών, προαναγγέλλει, επί της ουσίας, την άρση των περιορισμών αυτών, που έθεσαν οι δικαστικές αποφάσεις, τους επόμενους μήνες, είτε με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, γεγονός που έχει αρνηθεί δημόσια ο υπουργός Οικονομικών, είτε με ανατροπή της απόφασης του Αρείου Πάγου από την Ολομέλεια, όπου και εκκρεμούσε ακόμα η συγκεκριμένη ένδικη διαφορά.
Τα καταγγελλόμενα διερευνώνται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, ενώ στις 16.2.2023 εκδίδεται η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία είναι υπέρ των funds.
Μετά την έκδοση της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Απόστολος Ανδρέου γνωστοποιεί με έγγραφό του στην Εισαγγελία Εφετών πως εξέτασε ως μάρτυρες τους κ.κ. Μπέσκο και Μανωλόπουλο (πρόεδρο και αντιπρόεδρο του ΔΣ Αιγίου που υπέβαλαν την αναφορά) και ζητεί τη σύμφωνη γνώμη για να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, δεδομένου ότι: «Από τα παραπάνω αναφερόμενα δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις (βάσιμη πιθανολόγηση) για να κινηθεί ποινική δίωξη για οποιαδήποτε πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη και για τον λόγο αυτό έθεσα τη δικογραφία στο αρχείο, κα' άρθρο 43 Κ.Π.Δ. Παρακαλώ να εγκρίνετε την ενέργειά μου αυτή, εφόσον συμφωνείτε, άλλως παραγγείλετε το κατά την κρίση σας ορθό», αναφέρει ο εισαγγελέας.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Μαρτίου 2023 η αντεισαγγελέας Εφετών Αικατερίνη Ρούμπου επιστρέφει τη δικογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών διαφωνώντας με την αρχειοθέτησή της και ζητεί την εκ νέου διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το αδίκημα του άρθρου 251 ΠΚ «περί παραβίασης δικαστικού απορρήτου».
Το άρθρο για το οποίο ερευνάται η ΤτE αναφέρει:
«Όποιος καλείται κατά νόμο να ασκήσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν με οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιεί σε άλλον, αφήνει να περιέλθει στην κατοχή ή γνώση άλλου, ανακοινώνει ή διαδίδει δικαστικό απόρρητο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν με την πράξη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον οποιοδήποτε όφελος ή να βλάψει άλλον, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή. Η παράβαση αυτή τιμωρείται και αν τελέστηκε μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται και εκείνος στον οποίο το δικαστικό απόρρητο ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή της συμμετοχής του στη διαδικασία ως δικηγόρου ή διαδίκου.
Το δικαστικό απόρρητο κατά το άρθρο αυτό αφορά γεγονότα, έγγραφα ή πληροφορίες όταν αυτά σχετίζονται με: α) συνεδρίαση δικαστικού συμβουλίου, β) διάσκεψη ή μυστική ψηφοφορία, γ) πράξεις που διενεργούνται στη διάρκεια της ανάκρισης, δ) συνεδρίαση δικαστηρίου που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, όταν από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της προκαλείται κίνδυνος προσβολής άλλου ή ε) στοιχεία που σχετίζονται με διαιτησία ή διαμεσολάβηση, όταν η δημοσιοποίησή τους δημιουργεί κίνδυνο προσβολής».