Οι εκλογές στην Ελλάδα δεν ήταν ένα γεγονός που προκάλεσε συναγερμό στην Ευρώπη και αυτό συνιστά μια μεγάλη αλλαγή σε σχέση με την εικόνα οκτώ χρόνια νωρίτερα, σχολιάζει σε άρθρο της η WSJ. Η διαφορά, υποστηρίζει, είναι οι οικονομικές πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς.
Οι ψηφοφόροι πιστώνουν στον Κ. Μητσοτάκη την εικόνα της Ελλάδας στην οικονομία τέσσερα χρόνια από την ανάληψη των καθηκόντων του. Η οικονομία επέστρεψε στα μεγέθη του 2010, τη χρονιά που ξεκίνησε η παρατεταμένη κρίση της, και η ανεργία μειώθηκε απότομα. Αυτό προσέφερε πολιτικό αντίδοτο ενάντια σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοι της Νέας Δημοκρατίας. Ό,τι κι αν σκέφτηκαν οι ψηφοφόροι για αυτούς τους ισχυρισμούς, αποφάσισαν ότι εμπιστεύονται περισσότερο τον κ. Μητσοτάκη για την οικονομία.
Η Ελλάδα βρισκόταν στο επίκεντρο της κρίσης του δημοσίου χρέους της ευρωζώνης που ξεκίνησε το 2010. Ακολούθησαν δύο προγράμματα διάσωσης με τιμωρητικούς όρους. Το αποτέλεσμα ήταν μια οικονομική συρρίκνωση περίπου 25%.
Το φιάσκο κορυφώθηκε το 2015 με την εκλογή του κ. Τσίπρα. Υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους μια καλύτερη συμφωνία με λιγότερο επαχθείς όρους. Αντίθετα, πυροδότησε μια νέα κρίση που απαίτησε ένα τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Εν τω μεταξύ, εξέχοντες οικονομολόγοι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δήλωσαν ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ.
Ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε ρότα μετά την εκλογή του το 2019 με μεταρρυθμίσεις για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Μείωσε τον υψηλότερο συντελεστή εταιρικού φόρου στο 22% από 29%. Αν και το ανώτατο ποσοστό φορολόγησης ατομικού εισοδήματος στο 44% είναι υψηλό ακόμη και με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, οι φόροι επί των υπεραξιών (15%) και τα μερίσματα (5%) είναι χαμηλοί για να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη, η φορολογική μεταρρύθμιση και ο περιορισμός των δαπανών επέτρεψαν στην Ελλάδα να αποπληρώσει νωρίτερα τα δάνειά της από το ΔΝΤ και η Αθήνα βρίσκεται στο κατώφλι της εξασφάλισης επενδυτικής βαθμίδας για πρώτη φορά σε 13 χρόνια. Το ΔΝΤ και άλλοι ανησυχούν ότι οι φορολογικές περικοπές είναι πολύ γενναιόδωρες ή ότι η Αθήνα δεν θα έχει αρκετά χρήματα για να ξοδέψει σε «επενδύσεις» – με το οποίο εννοούν τα δημόσια έργα και τις κρατικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση. Όμως ο κ. Μητσοτάκης έχει δίκιο ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη ιδιωτική επιχειρηματικότητα και επενδύσεις. Οι ψηφοφόροι φαίνεται να συμφωνούν.
Μια προβληματική οικονομία που γυρίζει τον εαυτό της αγνοώντας τις κεϋνσιανές συνταγές και εστιάζοντας στην πλευρά της προσφοράς; Φαντάσου το. Και ένα κόμμα της δεξιάς κερδίζει μεγάλα κέρδη παρέχοντας οικονομικές ευκαιρίες αντί να μιμείται την αριστερά στις δαπάνες; Φανταστείτε και αυτό.