Από την υπέρμετρη αισιοδοξία στην προσγείωση και από τη θεωρία στον ρεαλισμό. Η πράσινη μετάβαση, αδιαπραγμάτευτη μεν ως στόχος, εξελίσσεται εντέλει σε μία σύνθετη άσκηση με πολλές παραμέτρους, που φαίνεται ότι αγνοήθηκαν.
Από τα πρόσθετα δίκτυα μεταφοράς και διανομής που δεν προηγήθηκαν, για να σηκώσουν τη νέα υπερπαραγωγή, τα συστήματα αποθήκευσης, που ακόμη σχεδιάζονται, για να «βάλουν πλάτη» στη «στοχαστικότητα» των ΑΠΕ, ως την επιβάρυνση των καταναλωτών, που καλούνται να επωμισθούν μέρος του κόστους ανάπτυξής τους, προκύπτει πλέον η ανάγκη επανασχεδιασμού και επαναξιολόγησης του ρυθμού μετάβασης προς το πράσινο μέλλον μας.
Μία ακόμη κρίσιμη παράμετρο του όλου ζητήματος ανέδειξε ο ανώτερος διευθυντής εταιρικής και επενδυτικής τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς Θεόδωρος Τζούρος. Πρόκειται για το χρηματοδοτικό κόστος αυτών των επενδύσεων, το οποίο μπαίνει πλέον σε άλλες βάσεις, ευνοώντας τις συμπράξεις και τη δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων, εις βάρος των μικρών παραγωγών.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο κ. Τζούρος, μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών, κατά την τελευταία 7ετία οι ελληνικές τράπεζες διέθεσαν 8-10 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ (ΗΡΩΝ, Elpedison, κ.λπ.). Με βάση το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) ως το 2030 απαιτούνται περί τα 15 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε ΑΠΕ και περί τα 7 δισ. ευρώ σε δίκτυα. Με βάση αυτά τα νούμερα, οι ελληνικές τράπεζες προβλέπεται να διαθέσουν για τη χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων περί τα 2 δισ. ευρώ κατ’ έτος. «Είναι ένα ποσό που μπορεί να στηριχθεί από τις ελληνικές τράπεζες», είπε ο κ. Τζούρος.
Ωστόσο, ο ίδιος επισήμανε ότι οι αλλαγές που έχουν γίνει στην αγορά των ΑΠΕ θα έχουν επιπτώσεις στις χρηματοδοτήσεις. Πρώτα πρώτα, σταδιακά η αγορά στρέφεται στα corporate PPAs. «Από κει που είχαμε τα Feed in Tariffs και τα Feed in Premium με PPAs με τον ΔΑΠΕΕΠ, τώρα βλέπουμε ότι όλο και περισσότεροι επενδυτές επιλέγουν να πάνε στα corporate PPAs, τις διμερείς συμβάσεις απευθείας με καταναλωτές, επειδή υπάρχουν καλύτερες τιμές», ανέφερε ο κ. Τζούρος.
Η εξέλιξη αυτή αλλάζει το credit profile του δανεισμού, οι τράπεζες χρειάζεται να αξιολογήσουν το credit risk του αντισυμβαλλόμενου, που δεν έχει τη σιγουριά ενός φορέα, όπως ο ΔΑΠΕΕΠ, άρα η χρηματοδότηση υπόκειται σε αυστηρή κρησάρα. Επιπλέον, τα περισσότερα PPAs που είναι υπό διαπραγμάτευση αφορούν σε 10ετία, συνεπώς, καλούνται οι τράπεζες να προσδιορίσουν και το ρίσκο σε σχέση με την πώληση ενέργειας από τον παραγωγό στο Σύστημα.
Η δεύτερη αλλαγή που καταγράφεται σχετίζεται με τη συμφόρηση των δικτύων μεταφοράς και διανομής, που δεν μπορούν να σηκώσουν όλη αυτή την παραγωγή. Αποτέλεσμα είναι όλο και περισσότεροι παραγωγοί ΑΠΕ να επιλέγουν να κατασκευάσουν δικούς τους υποσταθμούς. Αυτό, όμως, όπως είπε ο κ. Τζούρος, αυξάνει το κόστος της επένδυσης, το οποίο δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να χρηματοδοτηθεί.
Τρίτη και σημαντική εξέλιξη, το νέο ΕΣΕΚ περιλαμβάνει αρκετές επενδύσεις σε offshore αιολικά και συστήματα αποθήκευσης με μπαταρίες. «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τεχνογνωσία στην ανάπτυξη και τη δανειοδότηση των συγκεκριμένων πλάνων και δεν έχει διαμορφωθεί και η τιμολογιακή πολιτική των έργων αυτών», τόνισε ο κ. Τζούρος, προσθέτοντας μία ακόμη δυσκολία στη χρηματοδότησή τους.
Κοντά σε όλα αυτά, το κόστος χρηματοδότησης, όπως είπε ο ίδιος, έχει σχεδόν διπλασιασθεί τα τελευταία χρόνια, με το Euribor να είναι στο 3-3,5%. «Αυτό έχει αλλάξει την αποδοτικότητα των επενδύσεων», υπογράμμισε ο κ. Τζούρος.
Για όλους αυτούς τους λόγους προκύπτει μια νέα πραγματικότητα: ότι οι επενδύσεις ΑΠΕ γίνονται όλο και πιο σύνθετη άσκηση. «Χρειάζεται μεγαλύτερη τεχνογνωσία και ίσως και περισσότερα ίδια κεφάλαια. Άρα, αυτές οι επενδύσεις απευθύνονται σε μεγαλύτερους παίκτες και θα βλέπουμε στο εξής όλο και μεγαλύτερα εταιρικά σχήματα», προειδοποίησε ο κ. Τζούρος.
Ο ίδιος, πάντως, έκανε γνωστό ότι οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επενδυτικά σχέδια και για ορυκτά καύσιμα, δηλαδή, φυσικό αέριο. Τα χέρια τους λύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2022, με τις τροποποιήσεις που συμπεριέλαβε η Κομισιόν στο EU Taxonomy, χαρακτηρίζοντας την πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο ως μεταβατικά καύσιμα.
«Οι τράπεζες σαφώς στηρίζονται στα κριτήρια ESG καθώς και στους δείκτες από το αποτύπωμα CO2 και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί», επισήμανε ο κ. Τζούρος, χωρίς, όμως, να αποκλείει τη στήριξη τέτοιων επενδύσεων, εφόσον ανταποκρίνονται στα προαναφερόμενα κριτήρια.