Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα έχει μπει στον χάρτη του luxury τουρισμού εξέφρασε, στο πλαίσιο του 8ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, η Κωστάντζα Σμπώκου, διευθύνουσα σύμβουλος των Phaea Resorts. «Σήμερα υπάρχουν πολλά διεθνή luxury brands στην Ελλάδα. Παλιά συγκεντρώνονταν μόνο στο κέντρο μεγάλων πόλεων, οι αλυσίδες φοβούνταν τα resorts. Πριν από χρόνια, τα resorts που είχαν τέτοιου τύπου συνεργασία ήταν μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σήμερα έχει αλλάξει η αντίληψη για τον ελληνικό τουρισμό, έχει μπει στον χάρτη του luxury τουρισμού. Εχουν βελτιωθεί κάπως οι υποδομές και έχουν συμβάλει στο να κοιτούν οι μεγάλες εταιρείες την Ελλάδα», τόνισε η CEO των Phaea Resorts.
Όπως επεσήμανε, μάλιστα, τα διεθνή brands ανεβάζουν τον μέσο όρο του τουριστικού προϊόντος γιατί παραδειγματίζονται και αναβαθμίζουν τα ξενοδοχεία τους και άλλοι επιχειρηματίες. «Η συνεργασία με μεγάλα brands δίνει πρόσβαση σε ένα κανάλι αγορών που δεν θα υπήρχε υπό άλλες συνθήκες, αναπτύσσονται συνέργειες και η εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων φέρνει μαζί της τεχνογνωσία και εξέλιξη στο τουριστικό προϊόν και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού». Επεσήμανε, δε, ότι η Ελλάδα είναι σε φάση να αναπτύξει τα δικά της luxury brands, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ταξιδιώτες ιδιαίτερων απαιτήσεων που αναζητούν εμπειρία και όχι την πολυτέλεια με την κλασική έννοια της λέξης. «Τα mixed used hotels, δηλαδή τα τουριστικά συγκροτήματα που διαθέτουν και τουριστικές κατοικίες προσελκύουν υψηλού εισοδήματος επισκέπτες και διευρύνουν τη σεζόν, εξασφαλίζοντας υψηλές αποδόσεις», συμπλήρωσε.
Την εκτίμησή του ότι η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει ακόμη πίστα σε ό,τι αφορά τον τουρισμό υψηλών προδιαγραφών, παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί η μέση δαπάνη, εξέφρασε από την πλευρά του ο Γιάννης Παράσχης, διευθύνων σύμβουλος του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». «Δεν έχουμε δομικές αλλαγές σε ό,τι αφορά τον luxury τουρισμό. Εχουμε μετατόπιση σε αεροπορικές και οδικές αφίξεις. Άρα είμαστε ακόμη σε μια μεταβατική περίοδο», τόνισε χαρακτηριστικά.
«Η luruxy αγορά είναι πολύ ανθεκτική. Μετά την πανδημία ήταν η πρώτη που ανέκαμψε και τώρα με τον πληθωρισμό επίσης επιδεικνύει ανθεκτικότητα. Η Αθήνα έχει περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης της συγκεκριμένης αγοράς, δεν υπάρχουν πολλά high end προϊόντα. Υπάρχει χώρος. Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, τη μέση τιμή των ξενοδοχείων της πόλης, είναι πολύ πίσω. Σίγουρα υπάρχει μέλλον. Αλλά θα πρέπει να αλλάξει και η πόλη για να προσελκύσουμε τους πελάτες. Οι πελάτες θέλουν υπηρεσίες, θέλουν το κάτι παραπάνω και αυτό θέλει δουλειά. Είμαστε αισιόδοξοι και πιστεύουμε ότι η Αθήνα θα αλλάξει πολύ. Υπάρχει τρομερό ενδιαφέρον για την Αθήνα από luxury brands», επεσήμανε από την πλευρά της η Χλόη Λασκαρίδη, πρόεδρος της ΛΑΜΨΑ, ιδιοκτήτριας, μεταξύ άλλων, των δύο εμβληματικών ξενοδοχείων της πλατείας Συντάγματος, της «Μεγάλης Βρετανίας» και του King George.
Αναφερόμενη στην εικόνα της Αθήνας ως προορισμού, η Χλ. Λασκαρίδη είπε: «Από το 2019 η Αθήνα παρουσιάζει βελτίωση ως προς τη φήμη και τη δημοτικότητά της τόσο σε παραδοσιακές αγορές όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο και σε αναδυόμενες όπως η Ολλανδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Αθήνα έχει αρχίσει να καθιερώνεται ως ένας τουριστικός προορισμός κι έχει ανέβει αρκετά στην κατάταξη. Σε αυτό έχουν συμβάλει η αρτιότερη αεροπορική σύνδεση της πόλης, η ανάπτυξη πολύ σημαντικών χώρων τέχνης και πολιτισμού, η μεγάλη ανάπτυξη στα εστιατόρια της υψηλής γαστρονομίας, ενώ έχει ανανεωθεί και το ξενοδοχειακό δυναμικό. Αν θέλουμε η Αθήνα να ανέβει περισσότερο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, σίγουρα θα βοηθούσαν περισσότερες απευθείας πτήσεις για τον χειμώνα, πιο φιλικές υποδομές και περισσότερες εξειδικευμένες υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, η προώθησή της ως προορισμού και όχι ως stop over, η δημιουργία ενός συνεδριακού κέντρου στην πόλη και η προσέλκυση μεγάλων events. Πρέπει να βελτιώσουμε την εικόνα της πόλης. Εάν η πρώτη εντύπωση του τουρίστα είναι ότι δεν μπορεί να φτάσει στον προορισμό του και σέρνει τη βαλίτσα του μόνος του στη Βασιλίσσης Σοφίας, αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι η καλύτερη εικόνα για την πόλη».
Για την πορεία της φετινής τουριστικής σεζόν μίλησε, την ίδια στιγμή, ο Γ. Παράσχης: «Η χρονιά, παρότι είμαι μάλλον από τους συντηρητικούς του τουρισμού και των αερομεταφορών, πάει καλά. Παρότι έχουμε τα μακροοικονομικά δεδομένα που δεν είναι ιδανικά, έχουμε κλειστές αγορές, τη Ρωσία και την Ουκρανία, και η Κίνα είναι μουδιασμένη, έχουμε έντονη δυναμική από αγορές όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, και θεωρώ ότι οι μητροπολιτικοί προορισμοί θα πάνε ιδιαίτερα καλά. Οι ενδείξεις για τα επόμενα τρίμηνα είναι θετικές.
Η εικόνα για τον τουρισμό της Αθήνας είναι σημαντικά θετική», σχολίασε, λέγοντας πως είναι εφικτή η επίτευξη 31 εκατ. αφίξεων και 18,5 δισ. ευρώ σε επίπεδο εσόδων. Τόνισε, δε, την ανάγκη γεωγραφικής και χρονικής διασποράς των αφίξεων και των τουριστικών εσόδων. Ως προς τις υποδομές, ανέδειξε τη μελέτη του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), βάσει της οποίας προκρίνονται 1.911 δράσεις που συνθέτουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο. «Μιλάμε για συγκεκριμένες προτάσεις, 960 βελτιώσεις και νέες υποδομές που συνδέονται άρρηκτα με τον τουρισμό και 402 προτάσεις για γενικότερες υποδομές που δεν αφορούν τον τουρισμό», είπε και συμπλήρωσε πως το 95% των επισκεπτών όταν ταξιδεύει στην Αθήνα θέλει να επισκεφθεί την Ακρόπολη. «Αρα όσο και να θέλουμε να διασπείρουμε τις αφίξεις, οι υποδομές που δέχονται μεγαλύτερη πίεση έχουν να κάνουν με τα κλασικά προϊόντα», επεσήμανε.
Στην έλλειψη προσωπικού επικεντρώθηκε από την πλευρά του ο Σταμάτης Χατζηλαζάρου, ιδιοκτήτης της H Hotels Collection. «Σίγουρα στον τουρισμό η έλλειψη προσωπικού έκανε την εμφάνισή της πριν από τον κορωνοϊό. Απλώς ο κορωνοϊός ήρθε να γιγαντώσει το φαινόμενο. Οι εργαζόμενοι στον κλάδο ένιωσαν ότι πρέπει να απασχοληθούν σε άλλο τομέα, πιο ασφαλή. Αρχισαν μετά να γίνονται συζητήσεις για το πώς θα φέρουμε πίσω τον κόσμο. Τι ζητάει ένας υπάλληλος; Σταθερότητα, 12μηνη εργασία, ευκαιρίες ανέλιξης και εκπαίδευσης, ικανοποιητικό μισθό και ασφάλεια», είπε και τόνισε ότι η επέκταση της τουριστικής σεζόν, η ανάπτυξη τουριστικών σχολών και Πανεπιστημίων που θα προσφέρουν τη βάση για να εκπαιδευτούν σωστά μπορούν να συμβάλουν στην προσέλκυση προσωπικού. «Η στέγαση των εργαζομένων αποτελεί ένα επιπλέον πρόβλημα και οι τουριστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να το καλύψουν αυτό. Αρα, η αύξηση μισθών δεν μπορεί να καλύψει στο σύνολο το πρόβλημα που υπάρχει. Χρειάζεται συνδυασμός πραγμάτων, για να μπορέσει να δοθεί λύση», κατέληξε.