Την ανάγκη για ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των συστημικών τραπεζών αλλά και την θωράκιση της κεφαλαιακής επάρκειας των μη συστημικών τραπεζών μέσω συγχωνεύσεων (σ.σ. των μη συστημικών) επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια έκθεση που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Με βάση τα συμπεράσματα της Τράπεζας της Ελλάδος, η βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών παραμένει σημαντική πρόκληση για τον κλάδο, ιδιαίτερα στο τρέχον περιβάλλον μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει σχετικά χαμηλή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος (52%) των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Παράλληλα, η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται αύξηση των δαπανών για τόκους σε μια συγκυρία που οι τράπεζες θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο προς την κάλυψη των Ελάχιστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. «Απαιτείται επομένως ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας», αναφέρεται.
Αβάντα το investment grade
Στην Έκθεση του Διοικητή τονίζεται ότι ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις τράπεζες, καθώς, μέσω και της συνακόλουθης αναβάθμισής τους, θα συνεπάγεται συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους.
Παραμένουν στην οικονομία
Ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), στην Έκθεση υπογραμμίζεται πως απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσής τους, όταν μάλιστα δεν έχει ακόμη καταγραφεί η πλήρης επίδραση της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
«Δεδομένου δε ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το απόθεμα τους εξακολουθεί να υφίσταται στην πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός χρηματοδότησης από τον τραπεζικό τομέα».
Συγχωνεύσεις
Για ορισμένες μη συστημικές τράπεζες «η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πολύ περιορισμένη και το απόθεμα παραμένει σε υψηλό επίπεδο», επισημαίνεται στην Έκθεση.
Η βελτίωση των χρηματοοικονομικών μεγεθών των «Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών», όπως τις χαρακτηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα. «Η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των Λιγότερο Σημαντικών Τραπεζών και ενδεχόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ τους θα τονώσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού, παρέχοντας διαφοροποιημένες και περισσότερο ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, ιδιαιτέρως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», καταλήγει.