Ισχυρή προειδοποίηση από ΤτΕ για τον κίνδυνο φτώχειας

Η πανδημία οδήγησε σε επιδείνωση των δεικτών για ανισότητα, φτώχεια και κοινωνική συνοχή, καταγράφει η έκθεση της ΤτΕ. Ποιες ομάδες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Ποια κενά διαπιστώνονται στο δίχτυ κοινωνικής προστασίας και τι μέτρα προτείνονται. 

Ισχυρή προειδοποίηση από ΤτΕ για τον κίνδυνο φτώχειας

Οι άνεργοι σε ποσοστό 45,4%, οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (27,3%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,6%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (23,7%) είναι οι κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα.

Τα σημαντικά κενά της κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας και κατά συνέπεια την ανάγκη καλύτερης στόχευσης των μέτρων κοινωνικής πολιτικής αναδεικνύει στην έκθεσή της για την Ελληνική Οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). Μάλιστα, η Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη κάλυψη στα  πολύ φτωχά νοικοκυριά, προτείνει την αύξηση των δικαιούχων του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα υπάρχοντα περιουσιακά κριτήρια, την αποτελεσματική πρόσβαση των ωφελούμενων σε συμπληρωματικές κοινωνικές υπηρεσίες και την επιτυχή λειτουργία των υπηρεσιών ενεργοποίησης που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021 και έχει στόχο να διευκολύνει την ένταξη ή επανένταξη των δικαιούχων στην αγορά εργασίας.

Με την ετήσια του έκθεση για το 2022, ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας προχωρά σε μια ισχυρή προειδοποίηση για την επιδείνωση των στοιχείων που αφορούν την ανισότητα, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας τα τελευταία δύο έτη. Την οποία βέβαια χαρακτηρίζει εν μέρει αναμενόμενη, δεδομένων των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και τα εισοδήματα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των νέων εργαζομένων, των ατόμων με χαμηλή εκπαίδευση και των ατόμων με χαμηλό εισόδημα.

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2020 που προέρχονται από την έρευνα της E.Ε., ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε στο 19,6%, από 17,7% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2019, ανατρέποντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη. Επίσης, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (16,8%) και είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-27.

Αλλά και το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό, αυξήθηκε σε 28,3% (ή 2,971 εκατ. άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Και οι  δείκτες εισοδηματικής ανισότητας  εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση στην Ελλάδα, το 2020, παραμένοντας ωστόσο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ-27. Επίσης, σε επίπεδο Ε.Ε.,  το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε στη χώρα μας κατά 0,9% το 2021, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 20,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο κύριος λόγος μείωσης του εισοδήματός τους ήταν η πανδημία.

Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται η πρόταση της ΤτΕ, για αύξηση των δικαιούχων του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση, μελέτη του ΟΟΣΑ δείχνει πως μία αύξηση στο ποσό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 25% θα ωφελούσε κυρίως το χαμηλότερο εισοδηματικό δεκατημόριο και, σε συνδυασμό με την αύξηση του εισοδήματος από εργασία που εξαιρείται από το εισόδημα για τον υπολογισμό του επιδόματος, θα μείωνε τον κίνδυνο φτώχειας κατά 2 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες.

Μάλιστα, η Κεντρική Τράπεζα προχωράει ένα βήμα πιο μπροστά, χαρακτηρίζοντας αναγκαίο έναν αναπροσανατολισμό προς το «κράτος κοινωνικής επένδυσης» που δημιουργεί προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες, διευκολύνοντας την κοινωνική κινητικότητα, προστατεύει τους πολίτες από τις ατυχίες της ζωής, τους βοηθά να συνδυάσουν επαγγελματική σταδιοδρομία και οικογένεια και γενικότερα λειτουργεί προληπτικά στην αντιμετώπιση της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας μέσω επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο, π.χ. στους τομείς της παιδείας και υγείας. Από αυτές τις προϋποθέσεις, η κοινωνική πολιτική λειτουργεί ευεργετικά και για την επίτευξη ισχυρών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.

Από μελέτες διαπιστώνεται επίσης, ότι η κύρια συμβολή της κοινωνικής πολιτικής στη μείωση του ποσοστού φτώχειας προέρχεται από τις συντάξεις (κατά 23,5 ποσ. μονάδες), ενώ τα κοινωνικά επιδόματα συνέβαλαν στη μείωση του ποσοστού φτώχειας μόνο κατά 5,1 ποσ. μονάδες. Μάλιστα, σε σχέση με την έρευνα των τεσσάρων προηγούμενων ετών, όταν η συμβολή των κοινωνικών επιδομάτων στη μείωση του ποσοστού φτώχειας ήταν αρκετά μικρότερη (π.χ. 3,8 ποσ. μον. το 2016), παρατηρείται πρόοδος.

Η εξέλιξη αυτή συνδέεται και με τον αναπροσανατολισμό των δαπανών για κοινωνική προστασία από το 2017 και μετά -από δαπάνες γήρατος σε δαπάνες για την οικογένεια και για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v