Γ. Καρούζος: Γιατί το δυστύχημα στα Τέμπη είναι και εργατικό

Στον χαρακτηρισμό του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη και ως «εργατικού δυστυχήματος», αφού χάθηκαν 11 εργαζόμενοι 5 μηχανοδηγοί και 6 συνοδοί αμαξοστοιχίας, καταλήγει ο γνωστός δικηγόρος – εργατολόγος. Αναλυτικά τι προβλέπει ο νόμος αλλά και τα επτά θολά σημεία που απαιτούν διαλεύκανση.

Γ. Καρούζος: Γιατί το δυστύχημα στα Τέμπη είναι και εργατικό

Μια επιπλέον διάσταση στο τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αυτή του πολύνεκρου εργατικού δυστυχήματος, δίνει μιλώντας στο Εuro2day.gr ο γνωστός δικηγόρος – εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, επισημαίνοντας παράλληλα επτά θολά σημεία, τα οποία οφείλουν να διευκρινιστούν, καθώς μεταξύ των νεκρών του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, συγκαταλέγονται και 11 εργαζόμενοι, 5 μηχανοδηγοί και 6 συνοδοί αμαξοστοιχίας.

Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο λοιπόν, σε ότι αφορά τους νεκρούς εργαζόμενους, το εν λόγω δυστύχημα, έχει τα χαρακτηριστικά εργατικού δυστυχήματος, με όλες τις συνέπειες για τον εργοδότη. Και τούτο διότι ως εργατικό ατύχημα κατά το άρθρο 1 του Ν. 551/1975 νοείται κάθε βίαιο συμβάν που πλήττει τον μισθωτό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής και επιφέρει τον θάνατο του ή τον καθιστά ανίκανο προς εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ημερών.

Αντίστοιχη είναι και η έννοια του εργατικού ατυχήματος κατά την ασφαλιστική νομοθεσία. Ατύχημα δε, από βίαιο συμβάν θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος (συμπεριλαμβάνεται και του θανάτου) του εργαζομένου η οποία είναι: α) αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, β) δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις και γ) δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος.

Κατά συνέπεια, σημειώνει ο κ. Καρούζος, προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ενός βίαιου συμβάντος ως εργατικού ατυχήματος είναι η χρονική και τοπική σύνδεσή του με την παροχή εργασίας, δηλαδή να επέλθει στο συμφωνημένο τόπο εργασίας κατά το χρόνο απασχόλησης του εργαζομένου.

Κατά το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, ο αιτιώδης σύνδεσμος συνίσταται στο ότι η παράνομη συμπεριφορά -του εργοδότη εν προκειμένω- έχει την τάση κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία του παθόντος.

Το πρώτο ζήτημα είναι νομικό και συνίσταται στην παράλειψη από πλευράς εργοδότη της τήρησης της υποχρέωσης πρόνοιας (κατ’ άρθρο 662 ΑΚ όπου προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη να διαρρυθμίζει τα θέματα εργασίας, τους χώρους εργασίας, τις εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα, εργαλεία με τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία τους) και στην παράλειψη της υποχρέωσης του εργοδότη να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων λαμβάνοντας μέτρα προς τον σκοπό αυτό (κατ’ άρθρο 42 του Ν. 3850/2010).

Εν προκειμένω το ατύχημα συνέβη εν ώρα εργασίας και κατά την άσκηση των καθηκόντων των εργαζομένων.

Όπως επισημαίνει ο γνωστός νομικός, θα πρέπει από την υπό εξέλιξη δικαστική έρευνα, να διερευνηθεί αν η μη εκτέλεση και υλοποίηση της σύμβασης με αριθμό 717 για τη σηματοδότηση, τηλεδιοίκηση κ.λπ., και 10005 για την εγκατάσταση και τη λειτουργία του ETCS (European Traffic Control System) και όποιας άλλης, είχε αντιμετωπιστεί με προληπτική αλληλογραφία από τις εργοδότριες εταιρείες αναφορικά με την υπογράμμιση του κινδύνου και της ανάγκης άμεσης υλοποίησης τους για την προστασία των εργαζομένων και βεβαίως του επιβατικού κοινού.

Παρουσιάζεται ωστόσο μία περιπλοκότητα, σημειώνει ο δικηγόρος, στον προσδιορισμό της τελικής ή της μεγαλύτερης ευθύνης ανάλογα με τις ρήτρες απαλλαγής ευθύνης που έχουν υπογράψει μεταξύ τους οι εργοδότριες εταιρείες (ΟΣΕ και Hellenic Train).

Έτσι, ο κ. Καρούζος επισημαίνει ως αναγκαίο, να διερευνηθούν τα εξής:

Α) Γιατί η βάρδια δεν ήταν στελεχωμένη με τον κατάλληλο και αναγκαίο αριθμό εργαζομένων για την ελαχιστοποίηση ανθρωπίνου λάθους ή αδυναμίας από τον έναν και μοναδικό εργαζόμενο που στελέχωνε τη βάρδια και μάλιστα σε ένα τέτοιο ριψοκίνδυνο πόστο εργασίας. Το γεγονός δε ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος (σταθμάρχης) αποτελούσε υπάλληλο διαφορετικής εταιρείας από την εργοδότρια των εκλιπόντων εργαζομένων δεν απαλλάσσει κατ’ αρχάς την εργοδότρια και μόνο το δεδομένο αυτό και προς τούτο θα πρέπει να διερευνηθούν οι ευθύνες της στην υπόδειξη του ενδεχόμενου κινδύνου προς την άλλη εταιρεία με σχετική αλληλογραφία, υποβολή εκθέσεων κινδύνου, διαβαθμισμένης κατ’ επείγουσας αλληλογραφίας, εκθέσεις και μελέτες τεχνικών ασφαλείας για την ύπαρξη δικλείδων ασφαλείας κλπ.

Β) Υπήρξαν ενημερωτικά σεμινάρια, δράσεις, εκπαιδεύσεις των δύο εταιρειών προς το προσωπικό τους για τα ζητήματα αυτά με προσομοίωση καταστάσεων κινδύνου με αναφορά σε παραδείγματα ατυχημάτων του εξωτερικού και την υπόδειξη των αναγκαίων διαδικασιών που θα έπρεπε να ακολουθηθούν σε μία τέτοια περίπτωση; Θεσπίστηκε επικαιροποιημένο πρωτόκολλο ασφαλείας εκτάκτου ανάγκης;

Γ) Χορηγήθηκε από την εργοδότρια εταιρεία στο προσωπικό του συρμού σύστημα απευθείας επικοινωνίας με το προσωπικό του σταθμού εφεδρικό αυτού με τις αναγκαίες υποδείξεις των χρονικών σημείων που θα έπρεπε να επικοινωνούν με το προσωπικό του σταθμού;

Δ) Υπήρξαν σχετικές εισηγήσεις υπόδειξης λήψης προληπτικών μέτρων αλλά και εντοπισμού του ενδεχόμενου κινδύνου από τις υπηρεσίες ασφαλείας και των δύο εταιρειών; Ήταν επικαιροποιημένες;

Ε) Χορηγήθηκαν στοιχεία από την εργοδότρια εταιρεία των συρμών προς το προσωπικό της και προς το προσωπικό του σταθμού ώστε ανά πάσα στιγμή να γνωρίζονται για ενδεχόμενη μεταξύ τους κατ’ επείγουσα επικοινωνία διότι προέκυψε να αναζητούν ο ένας τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του άλλου και το όνομά του και στο χρονικό αυτό διάστημα της ελλιπούς επικοινωνίας τους προέκυψε το ατύχημα.

Ζ) Υπήρξε από κοινού συνεννόηση των δύο εταιρειών διασφάλισης ελέγχου της καταλληλότητας των τεχνικών – πρωτόγονων μέσων παρακολούθησης του συρμού που υπήρχαν στις εγκαταστάσεις της μίας εταιρείας, δηλαδή του σταθμού;

Η) Πως αναπτύσσονταν ιεραρχικά η άσκηση εποπτείας στην κλίμακα των προϊσταμένων ασφαλείας στις δύο εταιρείες και αν οι διοικητικές ιεραρχίες συνεργάζονταν μεταξύ τους ώστε να ελαχιστοποιηθεί το σφάλμα του ενός εργαζόμενου σταθμάρχη και ο κίνδυνος ατυχήματος, αρά και να αντιμετωπιστεί όταν αυτό θα συνέβαινε.

Καταλήγοντας, ο κ. Καρούζος σημειώνει ότι όταν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή σε παράβαση διατάξεων Νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών κλπ. που προβλέπουν ειδικούς όρους ασφάλειας των εργαζομένων (ειδική αμέλεια) ο παθών μισθωτός ή οι κληρονόμοι αυτού έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσουν είτε την αξίωση αποζημίωση. Βασική προϋπόθεση είναι να έχουν παραβιασθεί ειδικοί όροι ασφαλείας, συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόποι για την επίτευξη των ειδικών όρων αυτών. Δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη Νόμου. Επομένως για να δικαιούται ο παθών χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή οι κληρονόμοι αυτού χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού, καταλήγει ο έγκριτος δικηγόρος – εργατολόγος.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v