Κατώτατος μισθός: Αυξήσεις από 3% έως 15,8% ζητούν οι φορείς

Τι υποστηρίζουν τα ερευνητικά ινστιτούτα και οι κοινωνικοί φορείς. Ο ρόλος-κλειδί του πληθωρισμού, του μοναδιαίου κόστους εργασίας και της παραγωγικότητας. Αναλυτικά οι προτάσεις.

Κατώτατος μισθός: Αυξήσεις από 3% έως 15,8% ζητούν οι φορείς

Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού που θα ισχύσει από την 1η Απριλίου, με τους φορείς να έχουν ήδη καταθέσει τις θέσεις τους στον ΟΜΕΔ, προτείνοντας αυξήσεις από 3% έως και 15,8%.

Την υψηλότερη πρόταση, όπως είναι αναμενόμενο, έχει καταθέσει η ΓΣΕΕ, ενώ ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ και ΤτΕ προτείνουν αυξήσεις μεταξύ 3% και 5%. Λίγο υψηλότερες είναι οι προτάσεις των επιστημονικών ινστιτούτων των κοινωνικών εταίρων και κυρίως των εμποροβιοτεχνών και ξενοδόχων, κοντά στο ύψος του πληθωρισμού ή έστω των αυξήσεων που δόθηκαν στους συνταξιούχους. Αύξηση κοντά στο 10% συζητά η ΓΣΕΒΕΕ, υπό την προϋπόθεση λήψης αντισταθμιστικών μέτρων.

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, με ρυθμό ανάπτυξης πέριξ του 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3% με 4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Η ΤτE επισημαίνει ότι με στόχο τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της σταθερότητας των τιμών και δεδομένης της σημαντικής επιβράδυνσης του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023, υπάρχει περιθώριο για αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 5%. Κοντά στην περιοχή του εκτιμώμενου πληθωρισμού για το 2023 θα μπορούσε να κινηθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ.

Στο ύψος του 5%, του προβλεπόμενου πληθωρισμού, κινείται και η πρόταση του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ), επισημαίνοντας ότι μια ενδεχόμενη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει αφενός να είναι λελογισμένη (χαμηλότερη του ρυθμού πληθωρισμού) και αφετέρου να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων.

Μια αύξηση της τάξης του 5,5%, με αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 752,22 ευρώ σε 14μηνη βάση, προτάσσει ως λογική το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), θεωρώντας δεδομένο και το «carry over» από την αύξησή του κατά 7,54% από 1ης Μαΐου 2022.

Ακόμη υψηλότερη αύξηση, μεταξύ 8% -10% προτείνει το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, αναφέροντας ότι θα επηρεαστούν κυρίως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και υπερχρέωσης, Για τον λόγο αυτό άλλωστε, προτείνει τη λήψη αντίμετρων προκειμένου να αντιμετωπίσουν το επιπρόσθετο κόστος, όπως για παράδειγμα η πλήρης κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.

Κατώτατο μισθό στα 826 ευρώ, ήτοι αύξηση της τάξης του 15,8%, προτείνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, με τη Συνομοσπονδία να ζητεί και το ξεπάγωμα των τριετιών.

Οι διαφορές

Τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με «οικονομικά ορθολογικό τρόπο», όχι πάνω από τον προβλεπόμενο πληθωρισμό, θέτουν ως αναγκαιότητα οι επιστημονικοί φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία, σε αντίθεση με τους εργοδοτικούς φορείς, κυρίως τους μικρομεσαίους, με χαμηλή εξωστρεφή παρουσία και αντίστοιχη διεθνή ανταγωνιστική θέση, που τάσσονται υπέρ μιας κάπως υψηλότερης αύξησης.

Έτσι ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ και ΤτE εκτιμούν πως μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα αυξήσει ασύμμετρα το κόστος εργασίας. Θέση που έρχεται σε αντίθεση με τη ΓΣΕΕ, που ζητεί αύξηση στα 826 από 713 ευρώ σήμερα, τη ΓΣΕΒΕ που συζητεί ακόμη και αύξηση της τάξης του 8% με 10% και της ΕΣΕΕ που θα δεχόταν αύξηση κοντά σε αυτή που εφαρμόζεται στις συντάξεις.

Αναλυτικά, μια λελογισμένη αύξηση μεταξύ 3% και 5% προτείνει η ΤτE, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της σταθερότητας των τιμών. Όπως επισημαίνει εκ νέου η ΤτE, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται κατά περίπου 0,4-0,5%. Παράλληλα, παρατηρείται ότι το ποσοστό θέσεων εργασίας που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό μειώθηκε σημαντικά το 2022, πιθανότατα γιατί οι επιχειρήσεις αντέδρασαν με αυξήσεις μισθών πέραν του κατώτατου για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού.

Στην έκθεσή του το ΚΕΠΕ ξεκαθαρίζει πως η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας δεν επιδεινώθηκε το 2022, παρόλο που το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε αφού οι μισθοί αυξήθηκαν περισσότερο σε σχέση με το προϊόν. Αυτό βέβαια συμβαίνει κυρίως λόγω της παράλληλης χειροτέρευσης της ανταγωνιστικότητας των χωρών-ανταγωνιστών μας. Σύμφωνα με τους μελετητές του Κέντρου, υπάρχει η δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους. Μάλιστα, σημειώνει πως για λόγους ισότητας, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ήταν σκόπιμο να μην ξεπερνά την αύξηση που δόθηκε πρόσφατα στους συνταξιούχους (7,75%). Και επισημαίνεται μια παράπλευρη συνέπεια, λόγω του ισχύοντος φορολογικού συστήματος, αφού μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και έχουν από δύο παιδιά και πάνω, σήμερα δεν υπόκεινται σε φορολογία εισοδήματος. Οποιαδήποτε αύξηση άνω του 0,5% θα συνεπάγεται υπέρβαση του αφορολόγητου και μετάβαση σε ανώτερο φορολογικό κλιμάκιο και άρα επιπρόσθετη φορολογική επιβάρυνση.

Περιθώριο αύξησης του κατώτατου μισθού κοντά στον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2023 βλέπει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ, ξεκαθαρίζοντας ότι οι όποιες μεταβολές αναμένεται να έχουν άμεσες επιδράσεις σε μεγαλύτερο μερίδιο εργαζομένων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, εργαζομένων σε μικρομεσαίες εταιρείες, καθώς και εργαζομένων σε κλάδους υπηρεσιών. Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητη η παράλληλη παροχή στήριξης, μέσα από στοχευμένα μέτρα πολιτικής προς τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, χωρίς αυτά να θέτουν σε κίνδυνο την πορεία μείωσης του υψηλού ποσοστού ανεργίας ή τον στόχο μείωσης της ανεπίσημης απασχόλησης.

Στο πλαίσιο της διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης που έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική οικονομία, το ΙΟΒΕ κρίνει σκόπιμο να συνεχιστεί ως δημοσιονομική προτεραιότητα η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενδεχόμενα και με εφαρμογή έως ένα ελάχιστο επίπεδο μισθού.

Την ανάγκη να συνεχιστεί περαιτέρω η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας προτάσσει το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ, με περαιτέρω μείωση της ανεργίας και επαναφορά του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω του 2,0%. Στο πλαίσιο αυτό, φωτογραφίζει αύξηση στον κατώτατο μισθό έως 5,5%, που θα κρατήσει χαμηλά την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.

Στον αντίποδα, η ΓΣΕΒΕΕ, που «κάνει την έκπληξη» προτείνοντας αύξηση 8% με 10%, εκτιμά πως μια πιθανή τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό όμως με μέτρα που θα έχουν ως στόχο την αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους των επιχειρήσεων, μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό μίγμα οικονομικής πολιτικής για την καταπολέμηση του στασιμοπληθωρισμού. Στην πράξη, εκτιμά πως εάν ληφθούν μέτρα όπως η μείωση των εισφορών ή η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, μειώνοντας το κόστος των επιχειρήσεων, δεν θα οδηγηθούμε σε επιπλέον αύξηση του πληθωρισμού ενώ η διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων θα τονώσει την κατανάλωση λειτουργώντας αντι-υφεσιακά.

Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι σημαντικά χαμηλότερος του μέσου όρου των υπόλοιπων χωρών ενώ με βάση την αγοραστική του δύναμη, την τοποθετεί σε μία από τις χαμηλότερες θέσεις.

Μάλιστα, εκτιμά πως η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ωφελήσει περισσότερο τους εργαζόμενους νεότερης ηλικίας ενώ θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εργαζομένων που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v