Μονιμότερα χαρακτηριστικά αποκτά ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και όπως όλα δείχνουν, απέχουμε πολύ ακόμα από το να πει την τελευταία του λέξη. Η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει διάχυση του αυξημένου ενεργειακού και διατροφικού κόστους στις βασικές συνιστώσες του πυρήνα του πληθωρισμού, δηλαδή στις υπηρεσίες και στα μη βιομηχανικά αγαθά, κάτι που αναμένεται να διατηρήσει τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα και την επόμενη χρονιά.
Σε επίπεδο προβλέψεων, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή από 9,4% φέτος σε μέσα επίπεδα, θα κατεβάσει ταχύτητα στο 5,8% το 2023 και περαιτέρω στο 3,6% το 2024, κυρίως λόγω της αναμενόμενης αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας αλλά και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Χωρίς τις τιμές των ειδών διατροφής και ενέργειας εκτιμάται φέτος στο 4,6% και υπολογίζεται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Με απλά λόγια, ο πληθωρισμός ρίχνει ρίζες και απλώνει πλοκάμια.
Επιμέρους στα τρόφιμα, τα στοιχεία εντεκαμήνου τα οποία ενσωματώνονται στην έκθεση της ΤτΕ αναδεικνύουν μπαράζ μεγάλων αυξήσεων σε βασικά είδη διατροφής, οι οποίες έρχονται να αιτιολογήσουν και την κοινωνική αγανάκτηση η οποία αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, επηρεάζοντας τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες στα μέτρα στήριξης και πυροδοτώντας την κριτική της αντιπολίτευσης. Για τους καταναλωτές είναι αυτές οι αυξήσεις οι οποίες τους οδηγούν πολλές φορές σε απόγνωση στα ψώνια της καθημερινότητας, στο σούπερ μάρκετ και λοιπά καταστήματα διατροφής.
Τα στοιχεία δείχνουν αύξηση 13,5% στον υποδείκτη «ψωμί και δημητριακά» στο εντεκάμηνο, όταν η προηγούμενη αντίστοιχη μεταβολή του 2021 ήταν μόλις 0,7%! Στο κρέας, οι αυξήσεις φτάνουν το 12,9%, στα γαλακτοκομικά και τα αυγά σε 15,3% (από 0,6%) στα έλαια και τα λίπη στο 20,6%, στα λαχανικά 11,9%, στον καφέ 8,9% και μόνο στα φρούτα η αύξηση κατά 4,9% μοιάζει μικρή.
Οι πληθωριστικές πιέσεις ξεκίνησαν ως αποτέλεσμα των διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες στη σκιά της πανδημίας, «παραμυθιάζοντας» τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής με την ψευδαίσθηση πως η σταδιακή αποκατάστασή τους θα οδηγούσε τον πληθωρισμό σε μια βραχύβια παρένθεση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εργαλειοποίηση του φυσικού αερίου και η ενεργειακή κρίση η οποία χαρακτηρίζεται από τον επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας ως «η πρώτη πραγματικά παγκόσμια ενεργειακή κρίση», οδήγησαν αυτούς που εκτιμούσαν ότι ο πληθωρισμός θα είναι παροδικό φαινόμενο να αναθεωρήσουν άρδην τις αναλύσεις τους. Τώρα, όλοι πλέον αναγνωρίζουν πως ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει, θα είναι πολύ υψηλότερος και θα τραβήξει σε μάκρος και η ίδια η ΕΚΤ τοποθετεί την επάνοδο του πληθωρισμού σε επίπεδα κοντά στο 2% κατά πάσα πιθανότητα το 2025.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μεγάλη αγωνία των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής είναι διπλή:
- Αφενός, τα αναγκαία μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής να μην εχθρεύονται τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ή, με απλά λόγια, οι πολιτικοί να αφήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων να κάνουν τη δουλειά τους και να πλήξουν τελικά τη ζήτηση. Οι υφεσιακές πιέσεις πρέπει να αφεθούν να λειτουργήσουν σε βάρος του πληθωρισμού. Γι' αυτό και οι αλλεπάλληλες παραινέσεις για στοχευμένα, βραχύβια και κοστολογημένα μέτρα στήριξης έναντι των οριζόντιων μόνιμου χαρακτήρα παρεμβάσεων τα οποία επιπρόσθετα έρχονται να επιβαρύνουν τα ήδη βεβαρημένα από την πανδημία δημοσιονομικά μεγέθη.
- Αφετέρου, σε κάθε ευκαιρία τονίζεται η κρισιμότητα αποφυγής ενός σπιράλ αυξήσεων τιμών - μισθών. Μέχρι τώρα, οι αυξήσεις μισθών στην Ελλάδα παραμένουν μετρημένες. Στο εννιάμηνο, η άνοδος των μέσων αμοιβών εργασίας ήταν μόλις 1,2%.
Καθώς η χώρα οδεύει προς εκλογές, ο «πειρασμός» μεγάλων αυξήσεων στον κατώτατο μισθό από την 1η Μαΐου 2023 θα είναι υψηλός. Το ίδιο και ο πειρασμός νέων πακέτων παροχών ενώ μοιραία, στην προεκλογική αρένα, το παιχνίδι της πλειοδοσίας είναι παραδοσιακά αναπόσπαστο κομμάτι του παζλ. Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως η προβλεπόμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό θα πρέπει να είναι τέτοια που να αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας, ώστε να αποτραπεί μια φάση δευτερογενών πληθωριστικών πιέσεων τροφοδοτούμενη από την αύξηση των μισθών. Όσον αφορά τα μέτρα στήριξης, το μήνυμα είναι απλό και σαφές: μετρημένα, στοχευμένα, προσωρινά και εντός των δημοσιονομικών περιθωρίων. Όλες αυτές οι συστάσεις, υπό το πρίσμα των εκλογών, παίρνουν μια άλλη διάσταση.