BNP Paribas: Γιατί η Ελλάδα γυρίζει σελίδα

Θετική αποτιμά την πορεία της οικονομίας ο γαλλικός οίκος, παρότι προβλέπει ότι το 2023 η ανάπτυξη θα περιοριστεί στο 1%, για να αυξηθεί στο 2% του ΑΕΠ το 2024. Οι τράπεζες και η δημοσιονομική εικόνα.

BNP Paribas: Γιατί η Ελλάδα γυρίζει σελίδα

Η ανάπτυξη φέτος θα διαμορφωθεί στο 6% αλλά το 2023 θα μειωθεί κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες στο 1% και το 2024 μόλις που θα αυξηθεί στο 2%, εκτιμά η γαλλική τράπεζα BNP, ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, στο 10% φέτος, 6% το 2023 και στο 2,4% το 2024.

«Παρά την αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων, η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με σταθερό ρυθμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, σημειώνοντας αύξηση 4,1% κατά την περίοδο αυτή», εξηγεί η BNP Paribas. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε το τρίτο τρίμηνο (-0,5% από τρίμηνο σε τρίμηνο), παρά τις καλές επιδόσεις της τουριστικής δραστηριότητας και της αγοράς εργασίας. Πράγματι, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε εκ νέου το τρίτο τρίμηνο του 2022 (-29 χιλ.) και έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2009. Σχεδόν το 80% της αύξησης της ανεργίας που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια των δύο οικονομικών κρίσεων του 2008 και του 2011 έχει εξαλειφθεί. Το ποσοστό ανεργίας, αν και εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό, υποχώρησε και πάλι κάτω από το 12% τον Οκτώβριο (11,6%)», συνεχίζει ο οικονομολόγος της γαλλικής τράπεζας.

Η χώρα και οι τράπεζες γυρίζουν σελίδα

Όπως αναμενόταν, στις 20 Αυγούστου, η Ελλάδα εξήλθε από το πρόγραμμα εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο η χώρα είχε ενταχθεί από το 2018. Η Ελλάδα συνεχίζει, ωστόσο, όπως και η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, να αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής από την Επιτροπή. Λόγω της ευρωπαϊκής βοήθειας που έλαβε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους (μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) και της οποίας οι αποπληρωμές ορισμένων δανείων πρέπει να κατανεμηθούν σε πολλά περισσότερα χρόνια (έως το 2070 για την Ελλάδα), η Επιτροπή συνεχίζει να αξιολογεί στενά την εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών και τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας.

Αυτή η έξοδος από το πρόγραμμα επιτήρησης μαρτυρά ωστόσο τις αξιοσημείωτες βελτιώσεις που παρατηρούνται στη χώρα εδώ και αρκετά χρόνια, και ιδίως στο δημοσιονομικό μέτωπο. Το πρωτογενές ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης, το οποίο κατέγραψε σημαντικό έλλειμμα το 2020 και το 2021 λόγω της υγειονομικής κρίσης (το έλλειμμα ανήλθε σε 6,9% του ΑΕΠ και 5,0% του ΑΕΠ αντίστοιχα), αναμένεται να ανακάμψει σημαντικά το 2022, προτού πιθανότατα καταστεί πλεονασματικό το 2023. Ως αποτέλεσμα, ο λόγος του δημόσιου χρέους θα πρέπει να μειωθεί ακόμη πιο σημαντικά φέτος από ό,τι το 2021: η κυβέρνηση στοχεύει σε μείωση περίπου στο 170% του ΑΕΠ, μια σημαντική βελτίωση σε σύγκριση με το ρεκόρ που καταγράφηκε το 2020 (206,3%).

Η κυβέρνηση μπορεί πράγματι να βασιστεί σε ένα ευνοϊκότερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα από την αύξηση των εισπραττόμενων φόρων και τη μείωση των κοινωνικών μεταβιβάσεων, για να χρηματοδοτήσει μέρος της βοήθειας έναντι του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική πορεία που έχει τεθεί στον προϋπολογισμό του 2022.

Οι καλές επιδόσεις της οικονομίας καθώς και το πρόγραμμα τιτλοποίησης επισφαλών δανείων Ηρακλής (που εφαρμόστηκε τον Οκτώβριο του 2019 και έληξε τον Οκτώβριο του 2022) επέτρεψαν στον ελληνικό τραπεζικό τομέα να καταγράψει περαιτέρω μείωση των ανεξόφλητων απαιτήσεων και του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, με τον τελευταίο να έχει μειωθεί στο 10% στο τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2022. Το έτος 2023 φαίνεται, ωστόσο, ότι θα είναι πιο ευαίσθητο, με τον συνδυασμό κινδύνων (υψηλός πληθωρισμός, άνοδος επιτοκίων) να επιδεινώνει ακόμη τις δυσκολίες πληρωμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Η αντιμετώπιση της κρίσης πληθωρισμού

Αντιμέτωπη με την άνοδο του πληθωρισμού, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προέβη σε σημαντική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού τον περασμένο Μάιο, έως και 7,5%, ωστόσο, δεν αντισταθμίζει πλήρως την άνοδο του πληθωρισμού. Ο τελευταίος κορυφώθηκε στο 12,1% σε ετήσια βάση τον Σεπτέμβριο, προτού μειωθεί στο 8,8% τον Νοέμβριο.

Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα εξακολουθεί να απέχει αρκετά από το διαρθρωτικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κυμαίνεται στο 8% και 9%. Αυτό αναμένεται να περιορίσει τις δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς και να περιορίσει περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Επιπλέον, η τριμηνιαία έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αξιολογεί τους παραγωγικούς περιορισμούς των επιχειρήσεων, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι εντάσεις στις προσλήψεις είναι λιγότερο σημαντικές στην Ελλάδα από ό,τι στο σύνολο της ευρωζώνης, γεγονός που θα πρέπει επίσης να περιορίσει τον πληθωρισμό των μισθών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v