Στα 315 εκατ. ευρώ εκτιμώνται για το 2023 τα έσοδα του ΕΦΚΑ από την αύξηση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών με βάση τον πληθωρισμό, ή αντίστοιχα οι δαπάνες για τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να μη δημιουργηθεί μελλοντικό αναλογιστικό έλλειμμα της τάξης των 6,5 δισ. ευρώ.
Η αύξηση του πληθωρισμού που «στιγμάτισε» το 2022 λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί «πονοκέφαλο» στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καθώς παρότι δηλώνει αποφασισμένη να εφαρμόσει το νόμο Ν. 4670/2020, που προβλέπει την αναπροσαρμογή των εισφορών σε μη μισθωτούς, με βάση το επίπεδο του πληθωρισμού, δεν μπορεί και να κλείσει τα αυτιά της στις πιέσεις των φορέων που ζητούν να μην εφαρμοστεί για ένα χρόνο η σχετική διάταξη.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και τον Δρ. του ίδιου Πανεπιστημίου Βασίλη Μπέτση, αυτό που θα συμβεί στην περίπτωση που παγώσει η διάταξη μόνο για το 2022, όπως ζητούν οι φορείς των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών είναι ότι ο ΕΦΚΑ δεν θα εισπράξει εισφορές ύψους 314 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 224 εκατ. ευρώ θα αφορούν τη σύνταξη. Αυτό το ποσό, σε βάθος περίπου 40 ετών, και συγκεκριμένα μέχρι το 2060, εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 6,5 δισ. ευρώ.
Επομένως, εάν αποφασιστεί να μην αναπροσαρμοστούν οι ασφαλιστικές κατηγορίες, σύμφωνα με τον πληθωρισμό του 2022 και μόνο για το έτος αυτό, επισημαίνουν οι δύο ειδικοί που γνωρίζουν καλά την κοινωνική ασφάλιση, θα προκληθεί μια συνολική αναλογιστική απώλεια 6,5 δισ. ευρώ, που θα κληθεί να καλύψει το δημόσιο, μέσω της κρατικής χρηματοδότησης.
Στην πράξη, πάντως, μια πιθανή αύξηση της τάξης του 9% θα επέφερε για το 80% των μη μισθωτών που έχουν επιλέξει να ασφαλίζονται στην 1η κατηγορία, μια ετήσια επιβάρυνση της τάξης των 238 ευρώ, κάτι λιγότερο δηλαδή από 20 ευρώ τον μήνα. Ποσό που εκτιμούν στο υπουργείο Εργασίας πως δεν είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό για την πλειοψηφία των μη μισθωτών και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα οδηγούσε σε «λουκέτο» των επιχειρήσεων. Επισημαίνουν μάλιστα ότι με τις αυξήσεις που έχουν γίνει στον κατώτατο μισθό, ένας μη μισθωτός καταβάλλει ήδη 7,3% λιγότερες εισφορές ετησίως από έναν μισθωτό που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, με αποτέλεσμα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες = εργοδότες να καταβάλλουν για τους υπαλλήλους τους υψηλότερες εισφορές από ό,τι για τους ίδιους. Και συμπληρώνουν πως επιλέγοντας χαμηλότερες εισφορές, επιλέγουν και χαμηλότερη σύνταξη.
Σύμφωνα πάντως με μελέτη των κ. Ρομπόλη και Μπέτση, η βάση υπολογισμού των εισφορών των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών είναι διαφορετική, κι εάν η σύγκριση γίνει μόνο για τις εισφορές κύριας σύνταξης, τότε οι εισφορές της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας των μη μισθωτών αντιστοιχούν σε μισθό 775 ευρώ και οδηγούν σε σύνταξη της τάξης των 752 ευρώ.
Ξεκαθαρίζουν μάλιστα οι δύο επιστήμονες ότι σε ένα ανταποδοτικό σύστημα, το ύψος των συντάξεων καθορίζεται τόσο από το ύψος των εισφορών όσο και τα έτη ασφάλισης (ποσοστά αναπλήρωσης) ενώ σημειώνουν ότι οι αναλογιστικές απώλειες του συστήματος της τάξης των 6,5 εκατ. ευρώ σε βάθος 40ετίας θα μπορούσαν να περιοριστούν στα 90 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ή 3,6 δισ. ευρώ έως το 2060, εάν η αύξηση μόνο για το «δύσκολο» 2023 ήταν της τάξης του 4% και όχι του 9%.
Μάλιστα, στο επιχείρημα του υπουργείου Εργασίας ότι στην περίπτωση που δεν εφαρμοστεί η διάταξη της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι αγρότες θα λάβουν μικρές συντάξεις, ειδικά από τη στιγμή που το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών είναι ασφαλισμένοι στην πρώτη ασφαλιστική κλάση, η οποία αντιστοιχεί σε συντάξιμες αποδοχές 775 ευρώ, οι δύο επιστήμονες επισημαίνουν τα εξής: Οι κύριες συντάξεις του e-ΕΦΚΑ υπολογίζονται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές και τους συντελεστές αναπλήρωσης που αντιστοιχούν στα έτη ασφάλισης του ασφαλισμένου. Συνεπώς, μόνο σε ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα όπως είναι το επικουρικό για τις νέες γενιές (ΤΕΚΑ) ισχύει κάτι τέτοιο, γιατί το ποσό της τελικής σύνταξης του ασφαλισμένου προκύπτει από τη συσσώρευση των εισφορών του στον ατομικό του λογαριασμό και ένα συντελεστή που ενσωματώνει το προσδόκιμο ζωής του ασφαλισμένου κατά την ηλικία συνταξιοδότησης. Όμως, στην κύρια σύνταξη που λειτουργεί με το διανεμητικό σύστημα και η σύνταξη είναι συνάρτηση των συντάξιμων αποδοχών και των ετών ασφάλισης, ο πληθωρισμός θα ενσωματωθεί στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (Ν. 4387/2016 και Ν. 4670/2020).
Έτσι, αυτό που θα συμβεί στην περίπτωση που παγώσει η διάταξη μόνο για το 2022, όπως ζητούν οι φορείς των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών, είναι ότι ο ΕΦΚΑ δεν θα εισπράξει εισφορές ύψους 314 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 224 εκατ. ευρώ θα αφορούν τη σύνταξη. Αυτό το ποσό, στην περίπτωση που δεν εφαρμοστεί η διάταξη για την αύξηση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών, ουσιαστικά θα είναι μια οικονομική απώλεια κάθε χρόνο για τον e-ΕΦΚΑ, που σημαίνει ότι μέχρι το 2060 αυτή η οικονομική απώλεια σε παρούσες αξίες εκτιμάται σε 6,5 δισ. ευρώ.
Οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης σημειώνουν επίσης, μιλώντας στο Εuro2day.gr, ότι η σύγκριση εισφορών που καταβάλλουν οι μισθωτοί με αυτές των μη μισθωτών δεν είναι σωστή, καθώς η βάση υπολογισμού των εισφορών των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών είναι διαφορετική. Επίσης οι μισθωτοί καταβάλλουν εισφορές και για την επικουρική ασφάλιση (6%).
Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις εισφορές που καταβάλλονται για την κύρια σύνταξη, οι δύο συνεργάτες εκτιμούν ότι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι, αγρότες και μισθωτοί καταβάλλουν τις ίδιες εισφορές για ίδιο μηνιαίο εισόδημα (σε δωδεκάμηνη βάση).
Η διαφορά των μισθωτών είναι ότι καταβάλλουν εισφορές για την επικουρική σύνταξη 6% και 7,1% για την υγεία, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες δεν καταβάλλουν για επικουρική σύνταξη (εκτός κι εάν έχουν ταμείο επικουρικής ασφάλισης). Επίσης, για την υγεία από την 3η ασφαλιστική κλάση και άνω καταβάλλουν μικρότερο ποσοστό εισφοράς, ενώ οι δύο πρώτες ασφαλιστικές κλάσεις καταβάλλουν και αυτές ποσοστό εισφοράς ίσο με 7,1% όπως και οι μισθωτοί.
Οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική μέση αύξηση των μηνιαίων απολαβών των μισθωτών, εκτιμούν ότι η κυβερνητική επιλογή θα μπορούσε να προσανατολισθεί στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών κατά 4% και όχι κατά 9%. Σε αυτή την περίπτωση, η κρατική επιχορήγηση σε βάθος 40 ετών θα διαμορφωνόταν σε 3,6 δισ. ευρώ σε παρούσες αξίες (περίπου 90 εκατ. ευρώ τον χρόνο).