Συρρικνωμένη εμφανίζεται η έκταση του ελληνικού αμπελώνα το 2021 παρά τις νέες φυτεύσεις των 6.300 στρεμμάτων ετησίως, όπως καταγράφεται στα στοιχεία που απέστειλε πρόσφατα στην Commission, το τμήμα Αμπέλου Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών, του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Συγκεκριμένα, ο ελληνικός αμπελώνας μετράται σε 636.965 στρέμματα, σύμφωνα με τα στοιχεία απογραφής ανά Περιφέρεια, καταγράφοντας μια αύξηση κατά 0,28%, δηλαδή κατά 1.759 στρέμματα σε σύγκριση με το 2020 (635.205 στρέμματα). Ωστόσο, υπολείπεται του αριθμού των στρεμμάτων που χορηγούνται ως νέες 'Αδειες Φύτευσης κατ' έτος, σε ποσοστό 1% που αντιστοιχεί περίπου στα 6.300 στρέμματα ετησίως.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία η ετήσια αύξηση του ελληνικού αμπελώνα σε έκταση μικρότερη των 6.300 στρεμμάτων ετησίως, έκταση που αφορά τις νέες 'Αδειες Φύτευσης, σημαίνει ότι εγκαταλείπονται αντίστοιχα εκτάσεις, ίσες περίπου με τη διαφορά της αύξησης του ελληνικού αμπελώνα ετησίως αφαιρουμένων των εκτάσεων που χορηγούνται ως νέες 'Αδειες Φύτευσης.
Έτσι, ενώ η έκταση του ελληνικού αμπελώνα θα έπρεπε να αυξημένη κατά 6.300 στρέμματα περίπου και θα έπρεπε να αγγίζει τα 641.500 στρέμματα, καταγράφεται αυξημένη κατά 1.759 στρέμματα μόλις. Συνεπώς υπάρχει σχετική μείωση, κατά 4.500 στρέμματα περίπου, μεταξύ 2020 και 2021.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Διευθυντής της Κεντρικής Συνεταιριστικής Ένωσης Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), Παναγιώτης Κορδοπάτης, τόνισε ότι ο κυριότερος λόγος συρρίκνωσης της έκτασης του ελληνικού αμπελώνα είναι «η οικονομική απόδοση της αμπελοκαλλιέργειας, δεδομένων των χαμηλών τιμών των σταφυλιών που διαμορφώνονται κάθε χρόνο, τιμές οι οποίες είναι ίδιες με αυτές των αρχών της δεκαετίας του 1990».
Σύμφωνα με τον ίδιο «αιτία της καθήλωσης των τιμών είναι η είσοδος στον αμπελοοινικό τομέα, επιτραπέζιων ποικιλιών και επιδοτούμενων ποικιλιών σταφιδοποιίας, που απαγορεύεται να οινοποιηθούν, σε απίστευτα χαμηλές τιμές» συμπληρώνοντας πως «πολλά οινοποιεία που προμηθεύονται απαγορευμένες προς οινοποίηση ποικιλίες, διαπραγματεύονται τιμές οινοποιήσιμων ποικιλιών σε τιμές που δεν καλύπτουν το κόστος καλλιέργειας με αποτέλεσμα η αμπελοκαλλιέργεια να αποτελεί ζημιογόνα δραστηριότητα, εδώ και δεκαετίες, κυρίως στις μεγάλες αμπελουργικές περιοχές της χώρας».
Ένας ακόμη λόγος όπως είπε «είναι ο μεγάλος ηλικιακός μέσος όρος των αμπελουργών, σε συνδυασμό με την διαδοχή των κατόχων αμπελουργικών εκμεταλλεύσεων, καθώς και με το κληρονομικό δίκαιο, εξ΄αιτίας του οποίου κατακερματίζονται οι αμπελουργικές εκμεταλλεύσεις σε μικρές και μη οικονομικά βιώσιμες επιφάνειες».
Μεγαλύτερη μείωση στις εκτάσεις με Π.Ο.Π. οίνους
Όπως καταγράφεται στα στοιχεία του Τμήματος Αμπέλου Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε σε εκτάσεις αμπελώνων με Π.Ο.Π. οίνους. Συγκεκριμένα το διάστημα 2020-2021 παρατηρήθηκε μείωση 16,11%, με τη συνολική έκταση να φτάνει τα 12.781,99 στρέμματα όταν την περίοδο 2019-2020 ανέρχονταν στα 15.236,3 στρέμματα.
Αντίθετα, αύξηση 1,17% παρουσίασαν οι εκτάσεις με Π.Γ.Ε στις οποίες περιλαμβάνονται και Π.Ο.Π (2.528,16 στρέμματα την περίοδο 2020-2021 έναντι των 2.498,8 στρεμμάτων 2019-2020), και 0,32% στις εκτάσεις με Π.Γ.Ε στις οποίες δεν περιλαμβάνονται και Π.Ο.Π (38.420,58 στρέμματα την περίοδο 2020-2021 έναντι των 38.299,6 στρεμμάτων την περίοδο 2019-2020).
Αύξηση 0,58% κατέγραψαν οι εκτάσεις χωρίς Π.Ο.Π / Π.Γ.Ε που δεν είναι εγκατεστημένες σε περιοχές Π.Ο.Π / Π.Γ.Ε, φτάνοντας την περίοδο 2020-2021 τα 2.737,82 στρέμματα, από τα 2.722 στρέμματα τη σεζόν 2019-2020.
Μείωση 65.000 στρεμμάτων την περίοδο 2012-2021
Την τελευταία δεκαετία η έκταση του ελληνικού αμπελώνα συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 65.000 στρέμματα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΚΕΟΣΟΕ ο ελληνικός αμπελώνας το 2012 ανέρχονταν σε 664.738,2 στρέμματα ενώ το 2021 οι εκτάσεις έφταναν τα 636.965,3 στρέμματα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία απογραφής, η καθαρή μείωση των εκτάσεων από το 2012 έως το έτος 2021, ήταν της τάξης των 27.772,9 στρεμμάτων.
Ωστόσο, εφόσον στις εκτάσεις αυτές συνυπολογισθούν και προστεθούν οι νέες φυτεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με βάση το καθεστώς Αδειών Φύτευσης που άρχισε να ισχύει από το έτος 2016 έως το 2021 (φυτεύσεις 37.180,79 στρεμμάτων), τότε η πραγματική μείωση ανέρχεται σε 64.953,69 στρέμματα, αφού η διαφορά μεταξύ 2012 και 2021 περιλαμβάνει και τις φυτεύσεις μέσω Αδειών Φύτευσης, όπως τόνισε η ΚΕΟΣΟΕ.
«Η Πολιτεία θα πρέπει να πραγματοποιεί ελέγχους»
Ελέγχους από την Πολιτεία ζητά ο Διευθυντής της ΚΕΟΣΟΕ μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τονίζοντας ότι θα πρέπει «να μεριμνά για την εφαρμογή του υφιστάμενου ενωσιακού, εθνικού θεσμικού και ελεγκτικού πλαισίου, το οποίο είναι ιδιαίτερα λεπτομερές και αυστηρό, είναι όμως προσανατολισμένο (όταν εφαρμόζεται) στο να δημιουργεί υπεραξία στις περιοχές αμπελοκαλλιέργειας».
Σύμφωνα με τον ίδιο με αυτόν τον τρόπο «αυξάνεται η προστιθέμενη αξία και κατά συνέπεια η κερδοφορία με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για φυτεύσεις».
Παρόλα αυτά, ο κ. Κορδοπάτης εμφανίζεται αισιόδοξος για το μέλλον του ελληνικού αμπελώνα, ειδικά εφόσον επιλυθούν τα παραπάνω προβλήματα. «Το μέλλον μπορεί να προδιαγραφεί με αισιοδοξία, δεδομένου του ιδιαίτερου ποιοτικού ποικιλιακού δυναμικού της Ελλάδας ,των εδαφοκλιματικών της συνθηκών και του ανθρώπινου παράγοντα, που εγγυώνται την παραγωγή υψηλών προδιαγραφών οίνων» είπε σχετικά.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ