Μπορεί ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης να υποσχέθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η κυβέρνηση στην τρέχουσα θητεία της θα επαναφέρει το ζήτημα της υποχρεωτικής ασφάλισης κατοικιών στα πλαίσια της αντιμετώπισης του φαινόμενου των φυσικών καταστροφών, πλην όμως κανείς στην αγορά δεν αισιοδοξεί πως θα πρόκειται για κάποια κίνηση που θα… κάνει τη διαφορά.
Το θέμα αφορά την επανεξέταση μιας τροπολογίας που είχε αποσυρθεί «στο παρά πέντε» τον περασμένο Μάιο από τον νόμο περί κλιματικής αλλαγής και αναφερόταν σε υποχρεωτική ασφάλιση μόνο των νέων κατοικιών και μόνο σε περιοχές υψηλής τρωτότητας.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το μόνο που εξετάζεται αυτή την περίοδο είναι η κάποια διεύρυνση των προαναφερθεισών περιοχών και τίποτε παραπάνω. Άλλωστε, εκτιμάται ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για μια κυβέρνηση να φέρει ένα νόμο λίγο πριν τις εκλογές, που θα προέβλεπε μια μαζική και υποχρεωτική κάλυψη κατοικιών.
Πώς όμως έχουν σήμερα τα πράγματα και πού βρίσκεται το ζήτημα της ασφάλισης των κατοικιών έναντι φυσικών καταστροφών;
- Πρώτον, κυβέρνηση και ασφαλιστικές εταιρείες παραδέχονται πως το υπάρχον σύστημα που θέλει τον κίνδυνο των φυσικών καταστροφών να τον επωμίζεται μόνο το κράτος δεν είναι ρεαλιστικό και μακροχρόνια διατηρήσιμο.
- Δεύτερον, δεδομένο είναι πως μόνο το 16% των κατοικιών είναι σήμερα ασφαλισμένες και αρκετές εξ’ αυτών υποασφαλισμένες (καλυμμένες για το ποσό του δανείου που έχει δοθεί από τις τράπεζες και όχι για το σύνολο της αξίας του ακινήτου).
- Τρίτον, ο αρμόδιος υπουργός Χρήστος Στυλιανίδης έχει υποστηρίξει πως θα πρέπει πρώτα να μετρηθεί αξιόπιστα ο κίνδυνος των φυσικών καταστροφών και στη συνέχεια να συμπράξουν Πολιτεία και ασφαλιστικές εταιρείες για ένα καθολικό πρόγραμμα ασφάλισης κατοικιών που θα είναι προσιτό για τα νοικοκυριά, λόγω οικονομιών κλίμακας, αλλά και γιατί θα ενισχύεται οικονομικά από το κράτος.
Με έναν τέτοιο «οδικό χάρτη» δεν φαίνεται να διαφωνούν οι ασφαλιστικές εταιρείες (άλλωστε και αυτές βρίσκονται σε μια διεθνή προσπάθεια μέτρησης-τιμολόγησης του κινδύνου, παραδεχόμενες ότι το loss ratio (συντελεστής ζημιών) ανεβαίνει), ωστόσο οι άνθρωποι του κλάδου θεωρούν πως θα μπορούσαν από τώρα να θεσπιστούν φορολογικά κίνητρα για την ασφάλιση κατοικιών.
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι της αγοράς αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι εύκολη η υπόθεση της καθολικής ασφάλισης των κατοικιών, πλην όμως το κράτος έχει κάθε λόγο να δώσει σε αυτή την φάση κίνητρα στους πολίτες να προστατέψουν τις περιουσίες τους.
Όπως υποστηρίζουν, η προβλεπόμενη κρατική στήριξη σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων ανεπαρκής και έρχεται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Επιπλέον, διερωτώνται ότι αφού τελικά το κράτος είναι αυτό που δίνει τα χρήματα, γιατί δεν το κάνει προληπτικά, διαθέτοντας για παράδειγμα μικρό τμήμα των εσόδων που εισπράττει από τον ΕΝΦΙΑ (ο οποίος θεωρητικά έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα), ή κάποιον άλλο φόρο επί των ακινήτων;
Άλλωστε, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, ένα κομμάτι αυτών των φορολογικών κινήτρων θα επιστρέψει στο κράτος μέσα από τη φορολογία επί των ασφαλίστρων (π.χ. 20% στις καλύψεις πυρός) και μέσα από τη φορολόγηση των κερδών και των εισφορών των ασφαλιστικών εταιρειών και των διαμεσολαβούντων.
Πάντως, ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνης Γεωργιάδης δήλωσε πως συμφωνεί με τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων στους πελάτες της ιδιωτικής ασφάλισης, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει στην τρέχουσα συγκυρία όπου προτεραιότητα έχει η προστασία των νοικοκυριών από το ενεργειακό κόστος. «Είμαι βέβαιος ότι τα οφέλη για το δημόσιο θα είναι μεγαλύτερα από τα όποια χαμένα φορολογικά έσοδα, ωστόσο αυτό δεν μπορεί να γίνει στην τρέχουσα συγκυρία, γιατί μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα δύο-τριών ετών μέχρις ότου το δημόσιο καρπωθεί τα οφέλη, ενώ αντίθετα το κόστος έρχεται άμεσα» υποστήριξε.