Με ανάπτυξη 1,1% το 2023 και 1,9% το 2024 θα πορευτεί η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, από 6,2% φέτος -επιδόσεις αισθητά χαμηλότερες από αυτές της UBS. H αμερικανική επενδυτική τράπεζα ωστόσο εκτιμά πως η επενδυτική βαθμίδα δεν θα επιτευχθεί πριν από το 2024.
«Δεν είμαστε ανήσυχοι για την εξέλιξη του ελληνικού χρέους, αφού περίπου το 75% του χρέους αποτελείται από επίσημες υποχρεώσεις, ενώ η μέση διάρκειά του είναι στα 20,6 έτη», εκτιμά η επενδυτική τράπεζα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν σε ένα πολύ χαμηλό μέσο επιτόκιο του ελληνικού χρέους, το χαμηλότερο σε όλες τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης, και δεδομένης της δομής του ελληνικού χρέους, είναι πιθανό να παραμείνει συγκρατημένο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η Ελλάδα θα οδηγηθεί στις κάλπες το καλοκαίρι του 2023, αλλά το πολιτικό σκάνδαλο που εκτυλίσσεται επί του παρόντος θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έχει απορρίψει μέχρι στιγμής το ενδεχόμενο παραίτησής του και η βασική υπόθεση της τράπεζας είναι η ολοκλήρωση της θητείας της σημερινής κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, ο δρόμος προς την επενδυτική βαθμίδα θα είναι μακρύτερος αλλά ορατός, λόγω της σταδιακής βελτίωσης της πιστοληπτικής ικανότητας, της ισχυρότερης εικόνας θεμελιωδών μεγεθών και της ορατής προόδου που σημείωσαν οι ελληνικές τράπεζες στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Η τράπεζα θεωρεί ότι η ενεργειακή κρίση, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και οι ενδεχομένως αναγκαίες πρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες θα καθυστερήσουν πιθανότατα την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα τουλάχιστον μέχρι το 2024.
Η Morgan Stanley αναμένει ότι η οικονομία θα είναι σχετικά ανθεκτική το 2023, αποφεύγοντας την ύφεση, αλλά από τον υψηλότερο πληθωρισμό απορρέουν κίνδυνοι. Επίσης θα υπάρξει σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας τον χειμώνα, αλλά η στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και η εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης θα επιτρέψει στη χώρα να υπεραποδώσει.
Σημαντικός κίνδυνος προέρχεται από τη βαριά εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό, περίπου το 15% του ΑΕΠ της, ενώ ο υψηλότερος πληθωρισμός θα οδηγήσει πιθανότατα σε μείωση των δαπανών των καταναλωτών, γεγονός που τελικά θα επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές και, ως εκ τούτου, το ΑΕΠ.
Η χρόνια υποεπένδυση που ξεκίνησε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση βελτιώνεται από τις άμεσες ξένες επενδύσεις που είναι σε επίπεδα-ρεκόρ αλλά και από το Ταμείο Ανάπτυξης. Ειδικά το τελευταίο θα μπορούσε να βοηθήσει να κλείσει το κενό σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Συνολικά, το σχέδιο θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ έως και 6,9% έως το 2026, με βάση τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.