Επιβεβαίωσε το ΒΒ+ για Ελλάδα η S&P

Σταθερό το outlook. Στο 5,8% η ανάπτυξη φέτος, επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας το 2023 αναμένει ο οίκος με «αστερίσκο» την ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη. Βλέπει υποχώρηση των έντονων πληθωριστικών πιέσεων και μείωση του χρέους.

Επιβεβαίωσε το ΒΒ+ για Ελλάδα η S&P

Την πιστοληπτική αξιολόγηση BB+ διατήρησε για την Ελλάδα η Standard and Poor's, επιβεβαιώνοντας το σταθερό outlook.

Η S&P είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε BB+ με σταθερό outlook στις 22 Απριλίου. Την τοποθετεί δηλαδή μια βαθμίδα πριν την επενδυτική, όπως και η DBRS. Η Fitch επιβεβαίωσε τον Οκτώβριο την βαθμολογία BB με θετικό outlook που είχε δώσει στις αρχές της χρονιάς, δυο βαθμίδες πριν την επενδυτική ενώ η Moodys διατηρεί την πιστοληπτική αξιολόγηση Βa3 με σταθερές προοπτικές, τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. 

Οπως αναφέρει ο οίκος, μετά από ένα ισχυρό 2022, αναμένει επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2023 κάτω από το 2%, με ενδεχόμενες περαιτέρω ενεργειακές διαταραχές στην Ευρώπη να θολώνουν τις προοπτικές.

Ο πληθωρισμός φαίνεται πιθανό να υποχωρήσει από το υψηλό πολλών δεκαετιών τον Σεπτέμβριο, με περιορισμένες αυξήσεις στους μισθούς (0,9% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2022) και μετριάζοντας τη ζήτηση.

Παρά τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων των κραδασμών στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022 αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ φέτος, με περαιτέρω μείωσή του το 2023 να θέτει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε καθοδική πορεία.

Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την προσδοκία ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της Ελλάδας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα πολιτικής θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να απορροφήσει τις έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.

Η S&P υπογραμμίζει ότι η αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου εξαρτάται από τη συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με καλύτερες επιδόσεις στην οικονομία και τον προϋπολογισμό. Στον αντίποδα, η αξιολόγηση θα κινδύνευε με υποβάθμιση σε περίπτωση μεγαλύτερης των προβλέψεων αδυναμία της οικονομίας ή επιδείνωσης στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. 

Η λογική της αξιολόγησης

Τα έσοδα του δημοσίου έχουν λάβει ώθηση από την υψηλή ανάπτυξη το 2022, με πλήρη ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα, άνοδο της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό. Σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 18% (επίσης χάρη στις μεγαλύτερες μεταφορές από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέτος). Για την ίδια περίοδο, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν σχεδόν κατά 4% λόγω της σταδιακής κατάργησης της στήριξης που σχετίζεται με τον COVID-19.

Τα ενεργειακά μέτρα το 2022 προβλέπεται να φτάσουν τα 13,4 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 6 δισ. ευρώ (ή 2,8% του ΑΕΠ) θα έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψη της S&P, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος, σε περίπου 4,0% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.

Το 2023, η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κυρίως μέσω της περαιτέρω χαλάρωσης των μέτρων που σχετίζονται με τον COVID-19 και της μη ανανέωσης μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια. Ο οίκος σημειώνει πως, αν και πιστεύει πως μια επιβράδυνση και πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις δαπάνες ενόψει εκλογών ενδέχεται να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο του ισοζυγίου, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω, τοποθετώντας εμφανώς το χρέος ως μερίδιο του ΑΕΠ σε φθίνουσα τροχιά.

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να ωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης και την ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους. Τα πολύ μεγάλα ταμειακά αποθέματα και οι χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης θα βοηθήσουν στην ανοσία των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως.

Ωστόσο, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά επιβαρύνοντας την άνοδο του ΑΕΠ.

Ο οίκος προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να υποχωρούν το 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.

Η αξιολόγηση της χώρας περιορίζεται και από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας.

Ανάπτυξη 5,8% το 2022 

Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 κάτω από το 2,0% έναντι εκτιμώμενου 5,8% το 2022, εκτιμά ο οίκος.

«Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό κοντά στο 6% το 2022 (7,8% ετήσια άνοδος το πρώτο εξάμηνο), με ρυθμό πολύ ισχυρότερο από το 3,5% που περιμέναμε μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το αρχικό σοκ στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων έχει περιοριστεί.

Οι επενδύσεις και η εξωτερική ζήτηση στήριξαν επίσης την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ταυτόχρονα, οι δυναμικές επιδόσεις στον τουρισμό συνεχίστηκαν και το τρίτο τρίμηνο και εκτιμούμε ότι η σεζόν θα ξεπεράσει τις προ πανδημίας επιδόσεις», σημειώνει ο οίκος.

Η S&P εκτιμά ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία και τον αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό στην ευρωζώνη τα επόμενα τρία χρόνια. Αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, εάν ο πόλεμος παραταθεί, κλιμακωθεί στα μέλη του ΝΑΤΟ ή προκαλέσει πιο σοβαρές διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό.

Σύμφωνα με τον οίκο, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) των τραπεζών είναι το κλειδί για ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, καθώς θα τονώσει τις πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα. Οι τράπεζες μειώνουν σταθερά το μεγάλο απόθεμα των NPEs, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους εταιρικούς ισολογισμούς.

Το μερίδιο των NPEs στα συνολικά δάνεια του τραπεζικού συστήματος μειώθηκε απότομα στο 10% τον Ιούνιο του 2022 από 31% το 2020. Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί 12,7 δισ. ευρώ δανείων από το RRF της ΕΕ και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό κόστος μέσω του τραπεζικού συστήματος, το οποίο αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς πιστώσεων στην οικονομία, καθώς και στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια.

Συνεχίζεται η δημοσιονομική εξυγίανση

Ο οίκος προβλέπει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 4% του ΑΕΠ το 2022, λόγω της ανοδικής πορείας των εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών, πριν μειωθεί περαιτέρω το διάστημα 2023-2025. Ως αποτέλεσμα, προβλέπει μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας περίπου το 171% του ΑΕΠ το 2022 από περίπου 193% το 2021, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας.

Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων σε ότι αφορά την διαχείριση των κόκκινων δανείων (NPEs) ο οίκος αναμένει ότι η αναλογία σε όλο το τραπεζικό σύστημα θα πέσει κάτω από το 8% έως το τέλος του 2022 από 12,8% το 2021.

Η υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022, που χαρακτηρίζεται από εκτιμώμενη σχεδόν 6% αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ -με πλήρη ανάκαμψη στον τομέα του τουρισμού, ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό- ενίσχυσε την απόδοση των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 18% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021 (επίσης χάρη στις μεγαλύτερες μεταφορές από το Ταμείο Ανάκαμψης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου), ενώ οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν με την σταδιακή κατάργηση των πακέτων υποστήριξης που σχετίζονται με την Covid-19. Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια το 2022 προβλέπεται να φτάσουν τα 13,2 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ) εκ των οποίων τα 4,3 δισ. ευρώ (ή 2% του ΑΕΠ) με δημοσιονομική επίπτωση. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψή του οίκου σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος, σε περίπου 4% του ΑΕΠ.

Το 2023, η κυβέρνηση επιδιώκει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, με βάση κυρίως τον περαιτέρω περιορισμό των δαπανών που σχετίζεται με την εξάλειψη των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με την Covid-19 και τη μη ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης σχεδιάζεται να μειωθεί από 2,8% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,5% το 2023 (η ακαθάριστη αξία θα μειωθεί λιγότερο, από 13,4 δισ. ευρώ το 2022 σε 10,3 δισ. ευρώ το 2023). Αν και υποθέτουμε ότι η κυβέρνηση είναι απίθανο να επιτύχει τον δημοσιονομικό της στόχο λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των γενικών εκλογών του 2023, αναμένουμε ότι ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένο, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται περαιτέρω, οδηγώντας σαφώς το δημόσιο χρέος, ως μερίδιο του ΑΕΠ, σε καθοδική πορεία.

Δεδομένης της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, ανεστάλη η απαίτηση για την Ελλάδα να παρουσιάσει το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2023.

Λαμβάνοντας υπόψη την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αναμένουμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 171% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, πριν υποχωρήσει περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Εξαιρώντας ταμειακά αποθέματα ο οίκος περιμένει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2022 και σε σχεδόν 152% το 2023 από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.

Παρά την επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου που προκλήθηκε από την πανδημία το 2020-2021, η Ελλάδα αντιμετώπισε τις επιπτώσεις της Covid-19 με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη προ-πανδημική διαρθρωτική του θέση (εκτιμάται σε πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από την πρόσβασή του σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (υπολογίζονται σε περίπου 15% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, εξαιρουμένων των ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), που υπολογίζονται σε 3 δισ. ευρώ). Οι μεταφορές κεφαλαίων από τα ομόλογα SMP/ANFA από το Ευρωσύστημα θα συνεχιστούν καθώς η Ελλάδα συμμορφώνεται με τους κανόνες της ΕΕ. Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού δημοσίου πέρα και πάνω από τις λήξεις (και το γεγονός ότι γίνονται δεκτά για πράξεις αναχρηματοδότησης) - καθώς και η πρόσφατη απόφαση της κεντρικής τράπεζας για τη δημιουργία μηχανισμού που θα αποτρέπει την ακραίες διακυμάνσεις στα ομόλογα είναι το κλειδί για την πρόσβαση της Ελλάδας σε χρηματοδότηση σε προσιτές τιμές, κατά την άποψή του οίκου.

Υπολογίζουμε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας σε περίπου 1,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Αυτό, παρά το μεγάλο χρέος της χώρας, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη στην κατηγορία αξιολόγησης «BB». Η μέση σταθμισμένη λήξη του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 18,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2022. Αναμένεται ότι αυτή και οι μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων, θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού φόρτου, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η σημαντική αύξηση στο δημόσιο χρέος λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας καθώς και της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Είναι σημαντικό ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα προπλήρωσε το υπόλοιπο ποσό του δανείου της από το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως ποσοστό των κρατικών εσόδων μπορεί να αυξηθεί.

Οι τράπεζες

Συνεχίζουμε να βλέπουμε το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως διαφορετικό στην ευρωζώνη. Τα πολλά κόκκινα δάνεια (NPEs) παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η αδύναμη ποιότητα κεφαλαίου, λόγω του υψηλού ποσού αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων και οι περιορισμένες, αν και βελτιωμένες προοπτικές κερδών, συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της Attica Bank--της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας από πλευράς ενεργητικού--είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η καθυστερημένη εμφάνιση των μεγάλων ζητημάτων ποιότητας ενεργητικού του οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η αφερεγγυότητα το 2021 προκάλεσαν τη μετατροπή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, καθιστώντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο μέτοχο μέσω κεφαλαιακής εισφοράς 245 εκατ. ευρώ. Τούτου λεχθέντος, θεωρούμε αυτό το πρόσφατο περιστατικό ως μεμονωμένο και η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική, επισημαίνει ο οίκος.

Όσον αφορά τα NPEs, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν προχωρήσει σημαντικά προς την εξομάλυνση με την εφαρμογή του «Ηρακλή» το 2018, βάσει του οποίου η κυβέρνηση επεκτείνει τις εγγυήσεις στα senior notes. Με τη μόχλευση του Ηρακλή και άλλες δράσεις το απόθεμα NPEs των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κάτω από τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2021 από 88 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2018.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Προβλέπουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα διευρυνθεί πέραν του 7% του ΑΕΠ το 2022-2023 από 6,7% πέρυσι, πριν μειωθεί το 2024. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προβλεπόμενη αύξηση των εισαγωγών, ιδίως λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και της ενέργειας, είναι απίθανο να αντισταθμιστεί πλήρως από περαιτέρω ανάκαμψη στον τουρισμό. Σημειώνουμε επίσης πολύ ευνοϊκές τάσεις στο ισοζύγιο πρωτογενούς εισοδήματος της Ελλάδας, αντανακλώντας το χαμηλό μέσο κόστος του δημόσιου χρέους που κατέχουν μη κάτοικοι και το δευτερογενές ισοζύγιο εισοδήματός της, αντανακλώντας τις εισροές κεφαλαίων της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εξαγωγών είναι πιθανό να είναι συγκρατημένη λόγω του στασιμοπληθωρισμού στην ευρωζώνη.

Ωστόσο, κατά την άποψή μας, οι διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια έφεραν τον εξαγωγικό τομέα της Ελλάδας σε θέση να επωφεληθεί από την αυξημένη ανταγωνιστικότητά του, την οποία παρατηρούμε στις σταθερές εξαγωγικές επιδόσεις των αγαθών. Ωστόσο, με λιγότερο από το 20% του ΑΕΠ, ο τομέας των εξαγωγών εμπορευμάτων της Ελλάδας είναι σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Ο ελληνικός πληθωρισμός έφτασε στο υψηλό πολλών δεκαετιών του 12% τον Σεπτέμβριο (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), αντανακλώντας την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Τα ευμετάβλητα αποτελέσματα του πληθωρισμού περιπλέκουν τις αποφάσεις για επενδύσεις και δαπάνες για τον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας και θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, σε αντίθεση με τις τάσεις στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός τιμών καταναλωτή και παραγωγού αυξάνει τους μισθούς στην ελληνική οικονομία. Προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός 12 μηνών θα μπορούσε να είναι πολύ κοντά στο αποκορύφωμά του, επισημαίνει ο οίκος. Γενικότερα, οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από γεγονότα εκτός του ελέγχου της ΕΚΤ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v