Η HSBC παραμένει «ταύρος» για τη φετινή της πρόβλεψη για το ΑΕΠ στο 6,5% φέτος, αλλά μειώνει την εκτίμηση για το 2023 στο 2% από 2,5% και αναμένει ανάπτυξη 1,7% το 2024, χάρη στη στήριξη των κεφαλαίων NGEU, από τo οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει 31 δισ. ευρώ έως το 2026, και το οποίο θα πρέπει να στηρίξει τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί σε 9,6%, 6,4% και 3,1% την περίοδο 2022-2024, ενώ ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα κινηθεί έντονα πτωτικά σε 177,6%, 172% και 166,5% το 2022-2024 από 193,3% πέρυσι.
«Η Ελλάδα συνέχισε τις σταθερές οικονομικές επιδόσεις της το β' τρίμηνο του 2022, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 1,2% σε τριμηνιαία βάση (7,7% σε ετήσια βάση) και είναι πλέον κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία», εξηγεί η HSBC. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 2,2% σε τριμηνιαία βάση, η κυβέρνηση συνέβαλε επίσης (+1,4% σε τριμηνιαία βάση), παρόλο που οι επενδύσεις πήραν μια ανάσα (-1,0% σε τριμηνιαία βάση) αφού είχαν εκτιναχθεί σχεδόν 30% από τα τέλη του 2020.
Παρόλο που οι εξαγωγές (+2,5% σε τριμηνιαία βάση) ξεπεράστηκαν από τις εισαγωγές (+5,8%) το β' τρίμηνο, η απότομη άνοδος εξακολουθεί να σηματοδοτεί την επιστροφή των ξένων τουριστών στην Ελλάδα. Η τάση αυτή πιθανότατα ενισχύθηκε το γ’ τρίμηνο. Για τον Ιούλιο, οι εισπράξεις από ξένους τουρίστες επέστρεψαν στα προ της πανδημίας επίπεδα. Μόνο τον Αύγουστο, οι επιβάτες σε περιφερειακά αεροδρόμια της Ελλάδας ήταν 34% υψηλότεροι από ό,τι το 2021 και περίπου 10% υψηλότεροι από ό,τι το 2019, ενώ οι εισερχόμενες τουριστικές ροές ήταν ακόμη περισσότερο αυξημένες (12% σε σχέση με πριν από την πανδημία).
Όσον αφορά την κατανάλωση, παρόλο που ο πληθωρισμός παρέμεινε πολύ υψηλός τον Αύγουστο (11,2% σε ετήσια βάση), κοντά στο υψηλό πολλών ετών του Ιουνίου (11,6%), μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος της συμπίεσης του πραγματικού εισοδήματος στην κατανάλωση ήταν αρκετά περιορισμένος, με τις λιανικές πωλήσεις να αντέχουν, τις ταξινομήσεις αυτοκινήτων να παραμένουν αμετάβλητες έναντι του 2021 έως τον Αύγουστο, και η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει σταθεροποιηθεί μετά τις αρχικές απώλειες.
Τα δυνατά σημεία της χώρας
Η ελληνική κυβέρνηση έχει παράσχει γενναιόδωρη στήριξη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νέα μέτρα ύψους 5,5 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ). Από αυτά, περίπου τα δύο τρίτα είναι μόνιμα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των συνταξιοδοτικών εισφορών και της κατάργησης της λεγόμενης εισφοράς αλληλεγγύης (1,6 δισ. ευρώ), της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στον δημόσιο τομέα (0,5 δισ. ευρώ) και αυξήσεις μισθών και συντάξεων. Τα υπόλοιπα είναι προσωρινά (π.χ. ένα εφάπαξ ποσό 250 ευρώ που θα καταβληθεί σε 2,3 εκατ. ευάλωτους πολίτες τον Δεκέμβριο).
Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει ένα μεγάλο ποσό ταμειακών διαθεσίμων (περίπου 40 δισ. ευρώ), έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνεια του ΔΝΤ ύψους 28 δισ. ευρώ και πρόσφατα ξεκίνησε τη διαδικασία για την πρόωρη αποπληρωμή των 52 δισ. ευρώ δανείων από άλλες χώρες της ευρωζώνης, που εκταμιεύθηκαν το 2010-12. Αυτό αναμένεται να συμβάλει στη μείωση του χρέους, αλλά και στην εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής του χρέους.
Η τουριστική έκρηξη και η αντοχή της αγοράς εργασίας (παρόλο που το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 12,6% τον Αύγουστο μετά από πτώση σε χαμηλό 12 ετών στο 12,1% τον Ιούνιο) πιθανόν να βοήθησαν, παράλληλα με τις ισχυρές αυξήσεις των μισθών (η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 10% περίπου φέτος) και τη γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη που συμφωνήθηκε από την κυβέρνηση.
«Ακόμη και έτσι, αναμένουμε ότι η κατανάλωση θα επιβραδυνθεί αργότερα μέσα στο έτος. Συνολικά, διατηρούμε την πρόβλεψή μας για το ΑΕΠ στο 6,5% φέτος, αλλά έχουμε μειώσει το 2023 στο 2,0% από 2,5% και αναμένουμε ανάπτυξη 1,7% το 2024, επίσης χάρη στη στήριξη του NGEU (από τo οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει 31 δισ. ευρώ έως το 2026) και θα πρέπει να στηρίξει τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις», καταλήγει η HSBC.
Η ενέργεια, οι παροχές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι οι κίνδυνοι
«Βλέπουμε τον κίνδυνο ότι η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει -πιθανότατα προσωρινά κατά την άποψή μας- έκτακτα φορολογικά έσοδα χάρη στον πληθωρισμό (τα φορολογικά έσοδα είχαν αυξηθεί κατά 25% ετησίως μέχρι τον Αύγουστο) για να χρηματοδοτήσει μόνιμες αυξήσεις δαπανών και περικοπές φόρων.
Αυτό θα μπορούσε να δυσχεράνει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 1% του ΑΕΠ το 2023, το οποίο, με τη σειρά του, έχει θέσει σε κίνδυνο τον διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης να επιτύχει επενδυτική βαθμίδα το επόμενο έτος», εξηγεί η HSBC.
Ο κύριος καθοδικός κίνδυνος για την ανάπτυξη σχετίζεται με την ενεργειακή κρίση. Η Ελλάδα έχει ζητήσει εδώ και καιρό κοινές παρεμβάσεις της ΕΕ στη χονδρική αγορά φυσικού αερίου και κοινή προμήθεια και αποθήκευση για το φυσικό αέριο και το υγροποιημένο φυσικό αέριο για τη μείωση των τιμών και την εξομάλυνση του εφοδιασμού, αλλά μέχρι στιγμής με περιορισμένη επιτυχία.
Όμως η ενεργειακή μετάβαση παρέχει επίσης μια ευκαιρία, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που ενδεχομένως χρηματοδοτούνται από το σχέδιο RePowerEU της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ύψους 210 δισ. ευρώ.
«Εκτιμούμε ότι μόνο φέτος ο ξένος τουρισμός θα μπορούσε να συμβάλει κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης το επόμενο έτος. Αν και ο τουρισμός έχει ανεβάσει τις εξωτερικές υπηρεσίες της Ελλάδας σε πλεόνασμα (πάνω από 5 δισ. ευρώ το έτος έως τον Ιούλιο), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας συνεχίζει να διευρύνεται, λόγω της επιδείνωσης κατά παρόμοιο ποσό (4 δισ. ευρώ) του ισοζυγίου καυσίμων και, περισσότερο και πιο ανησυχητικό, το υποκείμενο (χωρίς καύσιμα και πλοία) ισοζύγιο αγαθών», εξηγεί η HSBC.
«Αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα δημοσιεύσει το υψηλότερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από το 2010 φέτος (περίπου 9% του ΑΕΠ), γεγονός που θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκληση για το μέλλον. Η πλευρά της χρηματοδότησης τουλάχιστον φαίνεται πιο σταθερή από ό,τι πριν από την κρατική κρίση χρέους, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις σε ιστορικά υψηλό επίπεδο πέρυσι (2,8% του ΑΕΠ) σε σχέση με μόλις 0,2% το 2010», συνεχίζει η τράπεζα.
Παρά το πρόσφατο σκάνδαλο υποκλοπών που επηρέασε την κυβέρνηση, ο πολιτικός κίνδυνος παραμένει αρκετά χαμηλός, κατά την άποψη της HSBC. Ο πρωθυπουργός απέκλεισε πρόσφατα το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, με τις εκλογές πλέον να είναι προγραμματισμένες να διεξαχθούν τον προσεχή Μάιο (κοντά στο τέλος της τετραετούς θητείας της κυβέρνησης).