Βασικό στοιχείο για το πιστωτικό προφίλ της χώρας είναι πόσο μεγάλο κίνδυνο αποτελούν οι εκλογές του επόμενου έτους, σύμφωνα με τη Moody’s, σε νέα έκθεση για την ελληνική οικονομία.
«Η Ελλάδα έχει καταγράψει μία από τις ισχυρότερες ανακάμψεις από την πανδημία στην Ευρώπη, γεγονός που έχει στηρίξει τη βελτίωση των βασικών πιστωτικών δεικτών της», εξηγεί η Moody’s σε ένα αναλυτικό σετ με ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα, τις βελτιώσεις και τους βασικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο εγγύς μέλλον.
«Ο ισχυρός τουριστικός τομέας, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις θα οδηγήσουν σε υγιή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% το 2022. Ωστόσο, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,8% το 2023, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα τροφοδοτήσουν τις ευρύτερες πιέσεις στις τιμές των προϊόντων και θα αποδυναμώσουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις επενδύσεις», εκτιμά ο οίκος.
Η ίδια βλέπει ότι το εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι σχετικά σταθερό από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, οι οποίες έδωσαν στη χώρα την πρώτη της μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία από το 2009. Ωστόσο, η θητεία αυτής της κυβέρνησης λήγει το επόμενο έτος και οι αλλαγές που εισήγαγε η προηγούμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2016, οι οποίες καταργούν τις έδρες μπόνους και εισάγουν ένα καθαρότερο σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, καθιστούν εξαιρετικά απίθανο, κάποιο μεμονωμένο κόμμα να αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία ή αρκετές έδρες για να σχηματίσει έναν σταθερό συνασπισμό.
Η Moody’s βλέπει δεύτερο γύρο εκλογών και επομένως η βασική της υπόθεση είναι ότι θα χρειαστούν αρκετές εβδομάδες ή και περισσότερο για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η υποστήριξη για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή πτώση από ένα μέγιστο ποσοστό περίπου 48% στα μέσα του 2020, σε περίπου 36% σήμερα. Τα μεγαλύτερα κέρδη έχει σημειώσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, η υποστήριξη για το οποίο έχει αυξηθεί από λιγότερο από 10% μέχρι τα τέλη του 2021 σε σχεδόν 13% σήμερα. Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ, κυμαίνεται γύρω στο 27% για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου από τις εκλογές του 2019.
Με βάση αυτούς τους αριθμούς και τις αλλαγές στις έδρες μπόνους, κανένα κόμμα δεν είναι πιθανό να μπορέσει να αποκτήσει πλειοψηφία και οποιαδήποτε αριθμητική συμμαχιών θα είναι πολύ δύσκολη, ιδίως επειδή ένα πρόσφατο σκάνδαλο υποκλοπών που αφορά τον ηγέτη του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη και μερικούς δημοσιογράφους μέσω της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ελλάδας, αποτελεί εμπόδιο για έναν συνασπισμό μεταξύ της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ.
Δεύτερες εκλογές είναι επομένως πολύ πιθανές, σύμφωνα με τις οποίες θα επανέλθουν οι μπόνους έδρες μετά από νομοθετική ρύθμιση της ΝΔ το 2020 (20 επιπλέον έδρες για το πρώτο κόμμα, συν επιπλέον έδρες για τα κόμματα που λαμβάνουν μεταξύ 20% και 40% της λαϊκής ψήφου).
«Αν και αναμένουμε ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο κίνδυνος ανατροπής των μεταρρυθμίσεων ή ουσιαστικής αλλαγής των δημοσιονομικών και οικονομικής πολιτικής είναι χαμηλός. Ωστόσο, οι πολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι, διότι οι πιστωτές της απαιτούν από την Ελλάδα να συνεχίσει να επιδιώκει συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόσει περαιτέρω θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις», επισημαίνει η Moody’s.
Τα βασικά σημεία που εστιάζει η Moody’s είναι τα ακόλουθα:
Αναφορικά με το αν η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη: Η ισχυρή ανάπτυξη του τουριστικού τομέα, η εγχώρια κατανάλωση και οι επενδύσεις θα οδηγήσουν σε υγιή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,3% το 2022. Ωστόσο, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα στο 1,8% το 2023, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας τροφοδοτούν τις ευρύτερες πιέσεις στις τιμές και αποδυναμώνουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τις επενδύσεις. Μετά το επόμενο έτος, διαρθρωτικοί παράγοντες όπως η ταχεία γήρανση του πληθυσμού της Ελλάδας θα συνεχίσουν να εμποδίζουν τη μακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας και το αναπτυξιακό δυναμικό της στο 1,2% περίπου.
Αν εξακολουθεί το χρέος της Ελλάδας να αποτελεί την κύρια πιστωτική της πρόκληση και ποιοι είναι οι βασικοί κίνδυνοι: Το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί στο 193,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 από 206,3% το 2020 και προβλέπουμε ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ και πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, τα οποία θα στηρίξουν περαιτέρω μείωση στο 154% έως το 2026.
Ωστόσο, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα βάρη χρέους παγκοσμίως μέχρι τότε. Το ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης και ο μέσος χρόνος ωρίμανσης άνω των 18 ετών μειώνουν τους άμεσους κινδύνους ρευστότητας, αλλά η διατήρηση της εμπιστοσύνης των πιστωτών του επίσημου τομέα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της Ελλάδας και της βιωσιμότητας του χρέους.
Αν έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες στον τραπεζικό τομέα: Παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και τις ενδείξεις οικονομικής επιβράδυνσης, οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν θετικές, κυρίως λόγω της προόδου που έχουν σημειώσει οι τράπεζες στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από σχεδόν 50% του συνολικού τους χαρτοφυλακίου χορηγήσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους σε 9,5% τώρα. Η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού θα στηρίξει την οργανική κερδοφορία των τραπεζών και την οικονομική ανάπτυξη και θα περιορίσει τους κινδύνους.