«Μάχες» αναμένεται να δούμε το επόμενο χρονικό διάστημα μεταξύ τραπεζών και επιχειρηματικών ομίλων σχετικά με τα περιθώρια (spreads) των δανείων στις χορηγήσεις, σε μια προσπάθεια των εταιρειών να περιορίσουν τις επιπτώσεις που θα υποστούν από την αύξηση του βασικού επιτοκίου (Euribor) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ήδη το Euribor πέρασε σε θετικό έδαφος, έχοντας σκαρφαλώσει στο +1,25% και σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς θα μπορούσε να φτάσει γύρω στο 3% μέσα στο 2023. Αυτό σημαίνει ότι για επιχειρήσεις που επιβαρύνονταν με «περιθώριο» 3,5%, το επιτόκιο επιβάρυνσης θα ανέβει από 3,5% στο 6,5%, δηλαδή περίπου θα διπλασιαστεί, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημάνει για την κερδοφορία τους και ενδεχομένως την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται απρόσκοπτα στις υποχρεώσεις τους.
Από την άλλη πλευρά, η εξέλιξη αυτή ευνοεί σαφώς τις τράπεζες, οι οποίες θα διπλασιάσουν περίπου τα έσοδά τους από τόκους, ενώ αντίθετα οι σχετικές δαπάνες των τραπεζών θα ανέβουν με πολύ χαμηλότερους ρυθμούς, διευρύνοντας έτσι σημαντικά τον λογαριασμό «καθαρά έσοδα από τόκους». Ήδη με το Euribor να βρίσκεται στο +1,25%, τα καταθετικά επιτόκια εξακολουθούν να κυμαίνονται γύρω στο μηδέν και είναι αμφίβολο αν στους προθεσμιακούς λογαριασμούς φτάσουν στο +0,3% έως το τέλος της χρονιάς.
Βέβαια, αρκετές επιχειρήσεις έσπευσαν να περιορίσουν τον κίνδυνο από τις αυξήσεις των επιτοκίων, μέσα από διάφορους τρόπους. Άλλες προχώρησαν σε εκδόσεις εταιρικών ομολόγων δανειζόμενες με σταθερό επιτόκιο για πέντε ή και για επτά έτη. Άλλες απλά μείωσαν το ύψος του τραπεζικού τους δανεισμού μέσα από μεγάλες επανεπενδύσεις κερδών και αναβολές επενδυτικών προγραμμάτων, ενώ, τέλος, δεν έλειψαν και εκείνες που έχουν «κλειδώσει» το ύψος της επιτοκιακής τους επιβάρυνσης μέσα από τη χρήση της αγοράς παραγώγων (Interest Rate Swaps).
Παρ' όλα αυτά, όλα δείχνουν πως οι επιχειρήσεις θα ζητήσουν από τις τράπεζες να μετριάσουν τα οφέλη που θα αποκομίσουν από τις αυξήσεις του Euribor, περιορίζοντας τα spreads στα χορηγούμενα δάνεια προς αυτές.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, όσο το Euribor βρισκόταν σε αρνητικό επίπεδο, το συνολικό κόστος των δανείων ήταν σαφώς περιορισμένο και έτσι οι επιχειρήσεις δεν είχαν δώσει και μεγάλη σημασία στο να ψαλιδίσουν το «περιθώριο» με το οποίο επιβαρύνονταν. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν ήδη αλλάξει και αναμένεται να γίνουν χειρότερα. Είναι προφανές ότι οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση θα ζητήσουν από τις τράπεζες τη μείωση των «περιθωρίων», ιδίως αν κατά τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχύσει την κεφαλαιακή τους διάρθρωση και έχουν βελτιώσει τους δείκτες ρευστότητάς τους. «Οι τράπεζες θα πρέπει να βάλουν νερό στο κρασί τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προκύπτει από την αγορά του real estate, όπου οι εταιρείες ακινήτων εκμισθώνουν τα ακίνητά τους με μια μέση ετήσια απόδοση (yield) της τάξεως του 5,5% με 7%. Στις εταιρείες αυτές μάλιστα, ο νόμος απαγόρευσε αυξήσεις ενοικίων άνω του 3% στα συμβόλαια εκείνα που υπήρχε σύνδεση ενοικίου με τον πληθωρισμό. Ακόμη όμως και οι ΑΕΕΑΠ (Ανώνυμες Εταιρείας Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας), που ο νόμος τις εξαιρεί από την προαναφερθείσα διάταξη, σε πολλές περιπτώσεις προχώρησαν σε αυξήσεις ενοικίων σαφώς χαμηλότερες από το ύψος του πληθωρισμού, συναισθανόμενες τη θέση των μισθωτών τους.
Γενικότερα, αν οι εταιρείες ακινήτων επιβαρυνθούν με επιτόκιο γύρω στο 6%-6,5% (Euribor 3% και περιθώριο 3%-3,5%), τότε θα έχει ψαλιδιστεί το μεγαλύτερο μέρος της λειτουργικής τους κερδοφορίας, χωρίς καν να υπολογιστούν τα έξοδα διοικητικής λειτουργίας των εταιρειών αυτών ή ενδεχομένως και οι περιπτώσεις κενών ακινήτων και επισφαλειών.