Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες και πειράματα σε παγκόσμιο επίπεδο διέψευσαν τις έντονες ανησυχίες που είχαν διατυπωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες για πιθανές επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, λόγω της αλματώδους ανάπτυξης των ασύρματων επικοινωνιών.
Η μετάβαση στα δίκτυα πέμπτης γενιάς (5G) που θα μας οδηγήσει σε έναν κόσμο υπερυψηλών ταχυτήτων, με αυτόνομη οδήγηση, καινοτόμες εφαρμογές σε τηλεϊατρική, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, μεταφορές και άλλους τομείς, δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς αλλάζει ο τρόπος λειτουργίας των κεραιών μετάδοσης σήματος.
Ποιοι είναι οι δυνητικοί κίνδυνοι για την υγεία των πολιτών; Πρέπει να θεσπιστούν νέα όρια; και πώς μπορούν οι ρυθμιστικές αρχές των χωρών να ελέγχουν την τήρησή τους; Απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα ερωτήματα καλούνται να δώσουν τέσσερα πανευρωπαϊκά ερευνητικά έργα του ερευνητικού cluster CLUE-H (Εuropean Research Cluster on EMF and Health), που θα προετοιμάσουν το έδαφος για την επόμενη φάση των δικτύων πέμπτης γενιάς στην Ευρώπη.
Το Εργαστήριο Ραδιοεπικοινωνιών του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ και η ερευνητική του ομάδα, ΕΜΜΕΤΡΟΝ, είναι συντονιστής ενός από τα τέσσερα έργα, με την ονομασία SEAWave, και φιλοξένησε αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη την εναρκτήρια συνάντηση.
Ο συντονιστής του έργου, καθηγητής του Τμήματος Φυσικής, Θεόδωρος Σαμαράς, μίλησε στο iatronet.gr για τις προκλήσεις που δημιουργεί η εισαγωγή των δικτύων 5G στη ζωή μας και για τους δυνητικούς κινδύνους που θα διερευνηθούν στο πλαίσιο του έργου.
Τι αλλάζει στα δίκτυα
Οι ανησυχίες, που είχαν φουντώσει στη δεκαετία του 1990 για την ακτινοβολία του δικτύου κεραιών κινητής τηλεφωνίας έχουν διαψευστεί. Από το 2004, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, έγινε ο εθνικός χάρτης και μπήκε σε τάξη το άναρχο τοπίο που επικρατούσε ως τότε με την χρήση των συχνοτήτων. «Έκτοτε είναι περίπου σταθερή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, πολλαπλά κάτω από τα όρια της ελληνικής νομοθεσίας και δεν υπάρχει πρόβλημα με τις εκπομπές του δικτύου», ξεκαθαρίζει ο κ.Σαμαράς.
Το 5G αλλάζει τα δεδομένα, καθώς θα είναι διαφορετικός ο τρόπος λειτουργίας των κεραιών. «Ενώ μέχρι τώρα οι κεραίες είχαν ένα στατικό διάγραμμα ακτινοβολίας, εκπέμποντας όπως ένας φάρος με έναν λοβό, στο 5G τοποθετούνται έξυπνες κεραίες που έχουν την δυνατότητα να στρίψουν τον λοβό εκεί όπου υπάρχει ζήτηση από κάποιον συνδρομητή για μεγαλύτερη ροή δεδομένων», εξηγεί ο καθηγητής και συμπληρώνει: «Αυτό σημαίνει ότι και η ισχύς έκθεσης είναι μεγαλύτερη προς εκείνη την κατεύθυνση και δυναμικά με τον χρόνο αυτό μπορεί να μεταβάλλεται. Οπότε έχουμε πολλές προκλήσεις στον υπολογισμό της έκθεσης σε ένα πραγματικό δίκτυο, διότι έχουμε μια δυναμική εξέλιξη της έκθεσης μέσα σε όλη την ημέρα».
Σε 5-6 χρόνια η επόμενη γενιά 5G
Η μετάβαση στην επόμενη φάση του 5G, αυτή των χιλοστομετρικών κυμάτων (σ.σ. σήμερα λειτουργεί σε συχνότητες που λειτουργούν και τα υπόλοιπα δίκτυα) δημιουργεί νέα πεδία έρευνας σε ό,τι αφορά δυνητικές επιπτώσεις στην υγεία. «Εκεί ακριβώς, επειδή η ακτινοβολία δεν μπορεί να διαδοθεί σε μεγάλη απόσταση, θα αναγκαστούμε να έχουμε πιο πυκνά τοποθετημένες τις κεραίες της κινητής τηλεφωνίας για το 5G, βέβαια με πολύ χαμηλότερη ισχύ. Σε εκείνες τις συχνότητες θα αλλάξουν αρκετά πράγματα και δεν γνωρίζουμε ακόμη πολλά για τις επιπτώσεις τους», αναφέρει ο κ.Σαμαράς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους γίνονται αυτά τα τέσσερα ερευνητικά project. «Για να μάθουμε τι μπορεί να γίνει στους ιστούς πριν πάμε να φτιάξουμε αυτά τα δίκτυα, τα οποία βέβαια θα έχουν πολύ μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Οι ταχύτητες μετάδοσης πληροφορίας που θα πετυχαίνουν εκείνα τα δίκτυα είναι ασύλληπτες σήμερα», υπογραμμίζει.
Η Ε.Ε. υπολογίζει ότι θα χρειαστούν περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε υποδομή για την μετάβαση, η οποία θα γίνει σε δύο φάσεις: στην πρώτη θα μπουν αυτές οι κεραίες και θα συνυπάρχουν με τα προηγούμενα δίκτυα, ενώ στη δεύτερη τα προηγούμενα δίκτυα θα σβήσουν, όπως γίνεται τώρα στην Ελλάδα με το 3G. Αν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη, σημειώνει ο καθηγητής, θα έλεγε πως η διαδικασία αυτή θα ξεκινήσει σε 5 με 6 χρόνια από σήμερα, με την προϋπόθεση πως η ανταπόκριση θα είναι τέτοια που θα δικαιολογεί την τεράστια επένδυση.
Καρκίνος δέρματος και φλεγμονές κερατοειδούς στο επίκεντρο
Το project SEAWave θα μελετήσει ενδεχόμενες επιπτώσεις των δικτύων νέας γενιάς, στοχεύοντας σε συγκεκριμένους δυνητικούς κινδύνους για την υγεία. «Σε αυτά τα κύματα δύο είναι οι ιστοί στους οποίους απορροφάται η ακτινοβολία στα χιλιοστομετρικά κύματα: Ο ένας είναι το δέρμα και ο δεύτερος ο κερατοειδής χιτώνας, γιατί αυτά τα κύματα δεν εισέρχονται βαθιά, αλλά απορροφώνται στους επιφανειακούς ιστούς», λέει ο κ.Σαμαράς και προσθέτει: «Επομένως θα μελετήσουμε κυρίως τον καρκίνο του δέρματος, καθώς και για φλεγμονές στο μάτι, όπως η κερατοειδίτιδα. Ενδεχομένως να δούμε και ενδεχόμενες επιπτώσεις το νευρικό σύστημα, γιατί έχουμε και νευρικές απολήξεις στο δέρμα».
Ειδικά για τον δερματικό καρκίνο, που θεωρείται πως δεν έχει μελετηθεί επαρκώς μέχρι σήμερα, «θα γίνουν πειράματα σε κύτταρα in vitro, σε ζώα και με κλινικές μελέτες σε ασθενείς που έχουν προδιάθεση να δημιουργήσουν καρκίνο».
Θα αλλάξει η χρήση του κινητού
Η χρήση των κινητών συσκευών αφορά ένα διαφορετικό επίπεδο ακτινοβολίας σε σχέση με αυτή που εκπέμπει το εγκατεστημένο δίκτυο. Ανάμεσα στα αντικείμενα που θα απασχολήσουν τα τρία από τα τέσσερα projects αφορά και την έκδοση οδηγιών προς τους πολίτες, προκειμένου να μειώσουν την έκθεσή τους.
Σύμφωνα με τον κ.Σαμαρά, το 5G δεν αναμένεται να αυξήσει την ακτινοβολία από την χρήση του κινητού του, αλλά θα αλλάξει τον τρόπο χρήσης του. «Θα μας πάει σε μια κατάσταση όπου δεν θα το χρησιμοποιούμε τόσο για να μιλάμε στο τηλέφωνο με κλήση φωνής, αλλά θα το έχουμε μπροστά μας για βιντεοκλήσεις», σημειώνει, προσθέτοντας πως «αυτό θα μειώσει κατά 100 ως και 1.000 φορές την απορρόφηση ακτινοβολίας στους ανθρώπινους ιστούς. Αυτό όμως αλλάζει ανάλογα με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και πρέπει να το μελετήσουμε για να δούμε ποια είναι η πραγματική έκθεση με τα καινούργια δίκτυα».
Τα 4 έργα
Στο δίκτυο CLUE-H συμμετέχουν περισσότεροι από 70 ερευνητικοί φορείς σε τέσσερα ερευνητικά σχήματα (ETAIN, GOLIAT, NextGEM, SEAWave) από την Ευρώπη, τα οποία επικουρούνται στο έργο τους από επιστήμονες των ΗΠΑ, της Κορέας και της Ιαπωνίας. Η συνολική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελβετική Συνομοσπονδία θα ξεπεράσει τα 35 εκατομμύρια ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στο πλαίσιο του Ορίζοντα Ευρώπη 2021-2027.