Την αξιολόγηση ΒΒ (high) για το ελληνικό αξιόχρεο διατήρησε ο οίκος DBRS, με την αξιολόγηση να παραμένει μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ενώ έθεσε σταθερές προοπτικές στο rating.
Να σημειωθεί ότι η Moody’s είχε εκδώσει την τελευταία αξιολόγηση για την Ελλάδα τον Νοέμβριο του 2020. Την είχε αναβαθμίσει σε Ba3 με σταθερό outlook δηλαδή τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική.
Η Fitch στις 8 Ιουλίου 2022 επιβεβαίωσε την βαθμολογία BB με θετικό outlook που είχε δώσει στις αρχές της χρονιάς, δυο βαθμίδες πριν την επενδυτική. Η S&P είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα σε BB+ με σταθερό outlook στις 22 Απριλίου. Την τοποθετεί δηλαδή μια βαθμίδα πριν την επενδυτική.
Αυξάνονται τα ρίσκα
Οπως αναφέρει ο οίκος, οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την εκτίμηση ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και των δημοσιονομικών, παρά τις μεγάλες παγκόσμιες επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, που αναμένεται να ξεπεράσει τα μεγέθη του 2019 στηρίζουν την οικονομία εφέτος, ωστόσο η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχει εκτιναχθεί.
Τα βασικά ρίσκα για τις προοπτικές της χώρας συνδέονται με τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την πιθανή διακοπή των ροών ρωσικού αερίου.
Παρά τη μειούμενη εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είναι σχετικά εξαρτημένη από τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία. Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων υποδομών LNG, και την δημιουργία ενός νέου αγωγού αερίου.
Οι αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τις πιέσεις για τα κόστη δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων να ενισχύονται πάνω από το 4% μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών.
Κατά την άποψη της DBRS, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση αναταραχών στις αγορές βοηθούν στην εξισορρόπηση του ρίσκου.
Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η ελληνική αξιολόγηση υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που έχουν βελτιώσει την αξιολόγηση της οικονομίας. Επιπλέον, η χώρα αναμένεται να λάβει κεφάλαια περίπου 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια. Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που εάν υλοποιηθούν, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Στον αντίποδα, η αξιολόγηση περιορίζεται από δυο απότοκα της παρατεταμένης κρίσης, το μεγάλο ύψος του χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες. Επιπροσθέτως, οι περιορισμένες επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες έχουν υποχωρήσει στα χρόνια της κρίσης από το 21% του ΑΕΠ το 2009 στο 12,8% το 2021, τα χαμηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, απέχοντας πολύ από το μέσο όρο του 22,2%.
Καταλύτες
Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί πρώτον, σε περίπτωση συνεχιζόμενης υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και δεύτερο, με συνεχιζόμενη δέσμευση στη δημοσιονομική σύγκλιση, διατηρώντας το δείκτη του χρέους σε πτωτική τροχιά.
Καταλύτες για πιθανή υποβάθμιση του ελληνικού rating είναι επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις, τυχόν αντιστροφή ή πάγωμα δομικών μεταρρυθμίσεων και ενδεχόμενη νέα αστάθεια στον χρηματοοικονομικό τομέα.
Στήριξη από τουρισμό
Τα έσοδα από τον τουρισμό και τα κρατικά μέτρα στήριξης θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία φέτος, υπογραμμίζει η DBRD. Αφού γνώρισε βαθιά συρρίκνωση το 2020, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και των συναφών περιοριστικών μέτρων, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε το 2021. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,3%, λόγω της ισχυρής αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών και της μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τις επιπτώσεις στον τομέα των ταξιδιών και του τουρισμού το 2020 ακολούθησε μερική ανάκαμψη το 2021, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις από τον τουρισμό να αγγίζουν περίπου το 60% των επιπέδων του 2019. Επιπλέον, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί κάτω από το 13,0%.
Οι συνέπειες της σύγκρουσης στην Ουκρανία έχουν θολώσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Οι βασικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές συνδέονται με τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες αναμένεται να οδηγήσουν σε ασθενέστερη κατανάλωση. Ο πληθωρισμός έφτασε στο 11,4% τον Αύγουστο, κυρίως λόγω των τιμών ενέργειας, ωστόσο, τα κρατικά μέτρα στήριξης έχουν αμβλύνει τον αντίκτυπο του αυξημένου ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μέχρι στιγμής. Η Ελλάδα παραμένει μέτρια εκτεθειμένη στις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας. Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση των υφιστάμενων και την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων LNG και την έναρξη νέου αγωγού φυσικού αερίου.
Επιπλέον, οι συνεχείς βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και οι ισχυρές επιδόσεις του τουριστικού τομέα θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού. Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν μια ισχυρή απόδοση του τουριστικού τομέα φέτος, με ταξιδιωτικές εισπράξεις που πιθανότατα θα ξεπεράσουν τα επίπεδα του 2019. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις θερινές προοπτικές της για το 2022 προβλέπει ανάπτυξη 4,0% το 2022 και 2,4% το 2023, αναθεωρημένη προς τα κάτω από τις προηγούμενες προβλέψεις (χειμώνας 2022) για ανάπτυξη 4,9% το 2022 3,5% το 2023.
Ωστόσο, οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις στο πρώτο εξάμηνο του 2022, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,7% σε ετήσια βάση, πιθανότατα θα οδηγήσουν σε αναθεώρηση προς τα πάνω. Το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε την πρόβλεψή του για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για φέτος από 3,1% σε 5,3%.
Το χρέος
Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στη ζώνη του ευρώ, αλλά η ευνοϊκή δομή μετριάζει τους κινδύνους, τονίζει ο οίκος.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε στο 193,3% το 2021 από 206,3% το 2020 και προβλέπεται περαιτέρω πτώση στο 180,2% το 2022 κυρίως λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής ονομαστικής ανάπτυξης.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2022-2025, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση κάτω από το 150% του ΑΕΠ, καταγράφοντας πτώση 59,8 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και κάτω από τα επίπεδα του 2010.
Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων πέρυσι, με τις αποδόσεις των 10ετών να υποχωρούν στο 0,5%, αυξήθηκαν πρόσφατα σε περίπου 4% τον Αύγουστο του 2022. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας.
Ο επίσημος τομέας κατείχε το 75% του δημόσιου χρέους στο τέλος του 2021 με το μεγαλύτερο μέρος του να χρηματοδοτείται με πολύ χαμηλά επιτόκια. Το χρέος έχει πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια 20 ετών, με περισσότερο από το 98% του χρέους σε σταθερά επιτόκια, μετριάζοντας τους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξημένη αστάθεια της αγοράς. Τον Ιούνιο του 2022 το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους ήταν 1,3%.
Τον Απρίλιο του 2022, η Ελλάδα εξόφλησε πλήρως τα δάνειά της από το ΔΝΤ και θα προχωρήσει στην προεξόφληση των δανείων από το πρόγραμμα GLF που λήγουν το 2023, έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Παρά το ευνοϊκό προφίλ, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται πρωτίστως στην ικανότητά της να επιστρέψει και να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς ονομαστικής ανάπτυξης, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά και άρα θα είναι επιρρεπές στις διακυμάνσεις.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 39 δισεκατομμυρίων ευρώ στα τέλη Ιουνίου 2022 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως μαξιλάρι ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά μειώνουν τους κινδύνους αποπληρωμής και οδηγούν σε θετική ποιοτική αξιολόγηση στο δομικό στοιχείο «Χρέος και Ρευστότητα». Ωστόσο, κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η διαρκής ανάπτυξη θα είναι καθοριστικής σημασίας όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
Πρόοδος στα NPLs, αλλά η αβεβαιότητα σχετίζεται με νέες ροές
Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs) τα οποία περιορίστηκαν στα 17,7 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2022 από 47,3 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2021. Ο δείκτης NPEs μειώθηκε κατά περίπου 18 ποσοστιαίες μονάδες στο 12,1%.
Αυτή η μείωση προήλθε κυρίως από πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του σχεδίου Ηρακλής (HAPS), το οποίο αξιοποίησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, δύο από τις οποίες είχαν ήδη επιτύχει μονοψήφιους δείκτες NPEs στο τέλος του 2021.
Οι συστημικές τράπεζες είναι επί του παρόντος σε τροχιά επίτευξης των στόχων τους για μονοψήφιους δείκτες NPEs έως το τέλος του 2022. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η εκκαθάριση του ισολογισμού θα συνεχιστεί, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Ταυτόχρονα, η απόσυρση των μέτρων στήριξης της πανδημίας καθώς και οι επιπτώσεις της σύγκρουσης στην Ουκρανία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό εξηγεί την αρνητική ποιοτική αξιολόγηση της DBRS Morningstar για το δομικό στοιχείο «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα».
Ως αποτέλεσμα της αποδέσμευσης κινδύνου που έλαβε χώρα το 2021, ο δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,6% τον Δεκέμβριο του 2021 από 15% τον Δεκέμβριο του 2020. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar με το μεγαλύτερο μέρος της εκκαθάρισης να έχει ολοκληρωθεί οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε καλή θέση να βελτιώσουν οργανικά την κεφαλαιακή τους θέση στο μέλλον.
Επιπλέον, οι τράπεζες ανέλαβαν να δανείσουν σε ελληνικές εταιρείες το μεγαλύτερο μέρος των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους έως και 12,7 δισ. ευρώ, το οποίο θα μεταφραστεί επίσης σε πρόσθετες ευκαιρίες δανεισμού. Αυτό θα βοηθήσει τις τράπεζες να αυξήσουν την παροχή πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Οι εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να είναι υποστηρικτικές φέτος
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020, φθάνοντας στο 7% του ΑΕΠ, λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Η μερική ανάκαμψη των διεθνών ταξιδιωτικών ροών και οι ισχυρές επιδόσεις στις εξαγωγές αγαθών βελτίωσαν ελαφρά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2021, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στο 5,8%.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανέκτησαν ορισμένες από τις απώλειες το 2020 στο περίπου 60% των επιπέδων του 2019. Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών, οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας θα έχουν ως αποτέλεσμα και υψηλότερες εισαγωγές αγαθών, αφήνοντας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα ίδια επίπεδα φέτος.
Ωστόσο, οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά από το 2010 και από το 9% του ΑΕΠ έφτασαν το 21,4% το 2021. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία των εξαγωγών ελληνικών αγαθών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Ο τουριστικός τομέας φαίνεται να ανακάμπτει έντονα φέτος. Οι διεθνείς αφίξεις τουριστών για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου έφτασαν το 85% σε σύγκριση με το 2019.
Οι καθαρές διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 171,5% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2022, αντανακλώντας κυρίως το χρέος του δημόσιου τομέα. Το επίπεδο αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των δανείων προς το δημόσιο τομέα που προέρχεται από τον επίσημο τομέα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχει κίνητρα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα απολαμβάνει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και καλή συνεργασία με τους θεσμούς της ΕΕ. Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη μείωση της γραφειοκρατίας στο δημόσιο τομέα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην απεμπλοκή πολλών επενδυτικών σχεδίων. Η Ελλάδα έχει επίσης επιταχύνει τις προσπάθειές της να βελτιώσει τις ψηφιακές της επιδόσεις, ιδιαίτερα στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Οι κυβερνητικές προτεραιότητες τους επόμενους μήνες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος Greece 2.0, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε εξέλιξη. Η DBRS Morningstar θεωρεί ότι η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική αξιολόγηση για το δομικό στοιχείο του «Πολιτικού Περιβάλλοντος».
Γενικές εκλογές θα διεξαχθούν το επόμενο έτος, με το πιθανότερο σενάριο δύο συνεχόμενες εκλογές λόγω της αλλαγής του εκλογικού νόμου, που θα οδηγήσει σε κατακερματισμό του κοινοβουλίου και θα απαιτήσει πολλαπλή κομματική συνεργασία. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, πρέπει να αναμένεται πολιτική συνέχεια με το Ταμείο Ανάκαμψης να παρέχει κίνητρα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.