Γεωπολιτικές, οικονομικές και εσωτερικές πολιτικές προκλήσεις στην Ελλάδα τραβούν την προσοχή του κόσμου, επισημαίνει σε άρθρο - επιστολή προς τους αναγνώστες των Financial Times ο βασικός σχολιογράφος της βρετανικής εφημερίδας στην ευρωπαϊκή πολιτική επικαιρότητα, Tony Barber.
Οπως επισημαίνει, «ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος φέτος σηματοδοτούν την 100ή επέτειο από τη Μικρασιατική Καταστροφή — γνωστή στους Έλληνες ως «η Καταστροφή». Είναι ίσως το πιο οδυνηρό επεισόδιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι τουρκικές δυνάμεις έδιωξαν τον εισβολέα ελληνικό στρατό από την Ανατολία, η μεγάλη παραλιακή πόλη της Σμύρνης στην Τουρκία πυρπολήθηκε και ακολούθησαν μαζικές δολοφονίες και απελάσεις Ελλήνων και Αρμενίων πολιτών.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε αυτή την επέτειο για να κάνει κάποιες σκληρές παρατηρήσεις κατηγορώντας την Ελλάδα ότι έχει στρατό σε αποστρατιωτικοποιημένα νησιά στο Αιγαίο. «Μην ξεχνάτε τη Σμύρνη», δήλωσε.
Η ΕΕ καταδίκασε τη γλώσσα του Ερντογάν, χαρακτηρίζοντάς την μέρος ενός συνεχούς μοτίβου λεκτικής επιθετικότητας κατά της Ελλάδας.
Πώς πρέπει η Ελλάδα, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ να ερμηνεύσουν τις κινήσεις του Ερντογάν; Με περισσότερη ηρεμία παρά με κλιμάκωση της έντασης, ίσως. Η συμπεριφορά του Τούρκου Προέδρου μοιάζει με αυτήν ενός αυτοκρατορικού ηγέτη που γνωρίζει ότι «κρατά στο χέρι» τους συμμάχους του λόγω της σημασίας της Τουρκίας για τη Δύση στον ρωσικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Από την άλλη πλευρά, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας έχει στρατιωτικοποιηθεί ολοένα και περισσότερο την τελευταία δεκαετία, όπως περιγράφεται στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο του Dimitar Bechev, Τουρκία υπό τον Ερντογάν.
Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα είναι βαριές. Ακόμη και σε στιγμές έκτακτης ανάγκης για την οικονομία, όπως η κρίση χρέους πριν από μια δεκαετία, η Αθήνα ένιωσε την ανάγκη να διατηρήσει τις αμυντικές δαπάνες πάνω από τον στόχο του ΝΑΤΟ για 2% του ΑΕΠ ετησίως. Πολλές χώρες του ΝΑΤΟ κινούνται κάτω από αυτόν το στόχο — αλλά η Ελλάδα, με την Τουρκία ως γείτονα, θεωρεί επιτακτική την ανάγκη να παραμείνει σε επιφυλακή.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από ό,τι το 2012 ή το 2015, όταν η κρίση χρέους παραλίγο να την εξωθήσει εκτός ευρωζώνης. Τον περασμένο μήνα, η ΕΕ ανακοίνωσε το τέλος της «ενισχυμένης εποπτείας», σηματοδοτώντας το κλείσιμο μιας 12ετούς περιόδου κατά την οποία η Ελλάδα είχε ουσιαστικά εντολές από τους πιστωτές της ΕΕ και ΔΝΤ να εφαρμόσει συνταγή λιτότητας σε αντάλλαγμα με προγράμματα διάσωσης πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η Ελλάδα έχει σημειώσει τέτοια πρόοδο που αποπλήρωσε όλα τα δάνεια του ΔΝΤ τον Απρίλιο, δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Το δημόσιο χρέος της, αν και αστρονομικά υψηλό στο 199% του ΑΕΠ στα τέλη του 2021, βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους.
Υπάρχουν όμως προειδοποιητικά σημάδια. Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η ύφεση της Ευρώπης και τα αυξανόμενα επιτόκια της ευρωζώνης συσσωρεύουν πίεση στην Ελλάδα.
Θαμμένη βαθιά στην τελευταία ολοκληρωμένη έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο, είναι η εξής παρατήρηση: «Παρά το μεγάλο απόθεμα μετρητών της κυβέρνησης και την ενεργή διαχείριση των υποχρεώσεων, η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της υπό σοβαρό σοκ εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη εξωτερική στήριξη».
Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου έχει αυξηθεί από τα τέλη Αυγούστου σε επίπεδα άνω του 4% - όχι επικίνδυνα υψηλό, αλλά μια εξέλιξη που χρειάζεται παρακολούθηση.
Επιπλέον, τα κοινωνικά σημάδια της κρίσης παραμένουν ορατά. Η ανεργία στην Ελλάδα, αν και πολύ κάτω από το ανώτατο όριο του 27,8% το 2013, εξακολουθεί να είναι 12,1%, ποσοστό περίπου διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει κερδίσει τα εύσημα των συμμάχων της Ελλάδας για τη φιλοδυτική στάση της χώρας στον πόλεμο της Ουκρανίας, τον ικανό χειρισμό της πανδημίας και τις μεταρρυθμίσεις, όπως η ψηφιοποίηση της άλλοτε εντυπωσιακά αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας.
Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δέχεται πιέσεις μετά την αποκάλυψη ότι οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας παρακολούθησαν το τηλέφωνο του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη.
Ο Μητσοτάκης αρνείται ότι διέταξε την παρακολούθηση ή ακόμη και ότι γνώριζε γι' αυτήν — κάτι που, ακόμα κι αν είναι αλήθεια (και τείνω να του δώσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας), είναι λίγο ενοχλητικό, δεδομένου ότι έθεσε την υπηρεσία πληροφοριών υπό τον άμεσο έλεγχό του αφού έγινε πρωθυπουργός το 2019.
Οι αποκαλύψεις ώθησαν μερικούς από τους κορυφαίους ειδησεογραφικούς οργανισμούς στον κόσμο να δημοσιεύσουν επιθέσεις για την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας. Στήλη γνώμης στους New York Times έκανε λόγο για «τη σήψη στην καρδιά της Ελλάδας».
Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, μίλησε για «διολίσθηση της Ελλάδας προς τον αυταρχισμό», εστιάζοντας όχι μόνο στο σκάνδαλο των μυστικών υπηρεσιών αλλά και στην απώθηση των προσφύγων που φτάνουν στα σύνορα της χώρας.
Θα καταγράψω ένα τελευταίο σημείο. Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, ορισμένοι ξένοι σχολιαστές έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική ακροδεξιά και τον κίνδυνο δημοκρατικής κατάρρευσης. Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Αυτή τη στιγμή, οι εντάσεις με την Τουρκία και τα αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας είναι, κατά την άποψή μου, πιο σοβαρά ζητήματα.», καταλήγει η ανάλυση του Tony Barber.