Κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, οι ελληνικές νηματουργίες θα είχαν στήσει… πάρτι βλέποντας τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ να υποχωρεί τόσο πολύ έναντι του δολαρίου, καθώς κάτι τέτοιο ενδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα των δικών μας προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές έναντι των παραγωγών της Τουρκίας και των άλλων χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά το παρελθόν, όταν η σχέση ευρώ-δολαρίου είχε σκαρφαλώσει κοντά στο 1,40, οι Έλληνες νηματουργοί «ονειρεύονταν» να μπορούσε η συγκεκριμένη ισοτιμία να πήγαινε έστω στο 1,15, όταν σήμερα βρίσκεται 15% καλύτερα από… το όνειρο.
Πέρα όμως από τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που λειτουργούν στις μέρες μας υπέρ της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών νημάτων στην Ευρώπη, όπως για παράδειγμα το πολύ αυξημένο μεταφορικό κόστος. Λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας, το κόστος μεταφοράς των ελληνικών προϊόντων στην Ευρώπη είναι πλέον σαφώς χαμηλότερο από αυτό των χωρών της Ασίας, πράγμα πολύ σημαντικό σε μια περίοδο τόσο υψηλών ναύλων.
Πέραν αυτών, στην Ευρώπη -τόσο μεταξύ των υψηλόβαθμων κοινοτικών αξιωματούχων, όσο και σε επίπεδο εταιρειών- εμπεδώνεται ολοένα και περισσότερο η αντίληψη ότι θα πρέπει να μειωθεί η εξάρτηση από την παραγωγή της Ασίας και ένα σημαντικό τμήμα των χρησιμοποιούμενων προϊόντων να προέρχεται από την ίδια τη Γηραιά Ήπειρο.
Παρ' όλα αυτά ωστόσο, στο ελληνικό στρατόπεδο εξακολουθεί να παρατηρείται κλίμα προβληματισμού, όχι μόνο λόγω των προβλημάτων που κουβαλούν οι περισσότερες επιχειρήσεις του κλάδου από το παρελθόν (βλέπε πολύ υψηλός δανεισμός), ούτε μόνο εξαιτίας υπαρχόντων αντικινήτρων (π.χ. υψηλότερο κόστος ενέργειας σε σχέση με την Ευρώπη), αλλά και ως αποτέλεσμα της πτώσης της ευρωπαϊκής ζήτησης που παρατηρείται μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, μετά από ένα πολύ ισχυρό 2021 σε επίπεδο ζήτησης, η φετινή χρονιά ξεκίνησε ικανοποιητικά, ωστόσο λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τα πράγματα επιδεινώθηκαν δραστικά: Ο πληθωρισμός έπληξε τα πορτοφόλια των νοικοκυριών, εξέλιξη που σε συνδυασμό με την εκτίναξη των τιμών σε βαμβάκι και νήμα προσγείωσαν τη ζήτηση σε χαμηλά επίπεδα, όπως αναμενόταν.
Το ζητούμενο τώρα είναι το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα από το φθινόπωρο και μετά. Οι αισιόδοξοι επισημαίνουν ότι ήδη η τιμή του βάμβακος έχει υποχωρήσει έντονα σε σχέση με το φετινό υψηλό της επίπεδο, εξέλιξη που αποτελεί παράγοντα σταθεροποίησης. Επιπλέον, τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης που ουσιαστικά ξεκίνησαν να επηρεάζουν τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των εταιρειών από τον Ιούνιο θα απορροφήσουν ένα κομμάτι του αυξημένου ενεργειακού κόστους. Αν τώρα οι πολιτικοί καταφέρουν να ρίξουν ως ένα βαθμό και την τιμή του φυσικού αερίου, τότε θα μπορούσαμε να δούμε την ευρωπαϊκή ζήτηση να ανακάμπτει ως ένα βαθμό από το φθινόπωρο και μετά. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί το θετικό σενάριο και επειδή υπάρχουν και άλλα χειρότερα, δεν βρίσκεται κάποιος να «πανηγυρίζει» στον κλάδο.
Πέραν αυτών, αλήθεια είναι πως η πλειονότητα των ελληνικών εταιρειών έχει πληγεί έντονα από τα μετριότατα αποτελέσματα των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, θα πρέπει να γίνουν βαθιές τομές και να υπάρξει μια ουσιαστική στρατηγική στήριξης στον ευρύτερο κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, αν θέλουμε να επαναληφθούν οι πολύ μεγάλες οικονομικές επιδόσεις του απώτερου παρελθόντος.