Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις τέσσερις πρώτες χώρες της Ε.Ε. με την ακριβότερη λιανική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος, αναγνωρίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Στην ετήσια έκθεση για τη νομισματική πολιτική 2021-2022 που έδωσε στη δημοσιότητα, αναφέρεται ότι οι αυξήσεις που καταγράφηκαν στην Ολλανδία (181,9%), την Ισπανία (107,8%), την Ιταλία (82,3%) και την Ελλάδα (79,3%) είναι υπερδιπλάσιες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που κινείται στο 34,6%.
Το περιβάλλον των αυξημένων τιμών ενέργειας θα συνεχιστεί, προβλέπει η ΤτΕ, και τον ερχόμενο χειμώνα, καθώς οι διαδοχικές αυξήσεις στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από το β’ εξάμηνο του 2021 αναμένεται να εξακολουθήσουν να επιδρούν επιβαρυντικά για τους καταναλωτές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ως τις αρχές του επόμενου.
Επιπλέον, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και για την πράσινη μετάβαση. Μπορεί, εκτιμά, να ασκήσει πληθωριστικές πιέσεις -επίμονες τις χαρακτηρίζει- στις τιμές της ενέργειας τα επόμενα χρόνια.
Ακόμη, τάσσεται υπέρ της φορολόγησης των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών, εκτιμώντας ότι η κίνηση αυτή θα ενίσχυε την καταναλωτική εμπιστοσύνη και θα στήριζε την ιδιωτική κατανάλωση.
Φόροι και ρήτρα
Η χώρα μας διακρίνεται, πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία της TτΕ, και σε έναν ακόμη δείκτη. Παρουσίασε τον Μάρτιο τον 7ο υψηλότερο στην Ε.Ε. ετήσιο πληθωρισμό ενέργειας, στο 51,2%, πάνω από τον μέσο όρο τόσο της Ε.Ε. (40,2%) όσο και της ευρωζώνης (44,3%).
Η Έκθεση, παρότι δεν υπεισέρχεται στο τι συμβαίνει για κάθε χώρα ξεχωριστά, ωστόσο, επισημαίνει ότι οι χονδρικές και λιανικές τιμές της ενέργειας επηρεάζονται από μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι φόροι, οι επιδοτήσεις και οι Ρήτρες Αναπροσαρμογής. Οι φόροι, ειδικότερα, ευθύνονται για τις διαφορετικές τιμές λιανικής των πετρελαιοειδών σε κάθε χώρα, ενώ το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ο βαθμός ρύθμισης των αγορών διαμορφώνουν με διαφορετικό τρόπο τις τιμές λιανικής στο ρεύμα και το αέριο, με συνέπεια να καταγράφεται κατακερματισμός των αγορών.
Τιμές ενέργειας και πληθωρισμός
Το πώς, εξάλλου, επηρεάζουν οι τιμές διαφορετικών πηγών ενέργειας τον πληθωρισμό ποικίλλει, επίσης, στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Συνολικά, η ενέργεια αντιπροσωπεύει το 11% στο καλάθι του καταναλωτή στην ευρωζώνη και την Ε.Ε., με τη χώρα μας να βρίσκεται λίγο πάνω από τον μέσο όρο (11,5%).
Στην Ε.Ε., το μεγαλύτερο μερίδιο στον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή ενέργειας έχουν τα καύσιμα κίνησης (45%) και ακολουθούν η ηλεκτρική ενέργεια (28%) και το φυσικό αέριο (18%). Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις έξι χώρες της Ε.Ε. στις οποίες η ηλεκτρική ενέργεια ξεπερνά το 35% σε ό,τι έχει να κάνει με την επίδρασή της στον συγκεκριμένο δείκτη. Παραδόξως, δεν συμβαίνει το ίδιο με το φυσικό αέριο.
Η TτΕ επισημαίνει ότι εκτός από την τρέχουσα συγκυρία ανόδου των τιμών ενέργειας στην Ε.Ε., η πράσινη μετάβαση και οι πολιτικές ESG μπορούν να ασκήσουν επίμονες πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές ενέργειας τα επόμενα χρόνια. Η αυξανόμενη έμφαση στη βιώσιμη χρηματοδότηση στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα περιορίσει περαιτέρω τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, διατηρώντας τις τιμές της συμβατικής ενέργειας σε υψηλά επίπεδα.
Ενδεικτικά, η συρρίκνωση της χρηματοδότησης για την εξόρυξη και εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων οδήγησε σε υποδιπλασιασμό της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ε.Ε. μεταξύ 2015 και 2020 (ενώ αντίθετα η παραγωγή παρέμεινε σταθερή στη Μέση Ανατολή και αυξήθηκε στην Κίνα). Επίσης, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι κεφαλαιακές δαπάνες στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου παγκοσμίως τα τελευταία 3-4 χρόνια από τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο έχουν μειωθεί κατά περίπου 20%.
Μολονότι, στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία, η ανάγκη για ενεργειακή επάρκεια και για τιθάσευση του πολύ υψηλού πληθωρισμού ενέργειας έχει δημιουργήσει εκ νέου παγκόσμιες πιέσεις για αύξηση της προσφοράς ορυκτών καυσίμων, η Ε.Ε. είναι προσηλωμένη στους στόχους της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Ενόψει αυτών των δεσμεύσεων αναμένεται περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγικής δυναμικότητας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς και ενίσχυση της ζήτησης και του ανταγωνισμού για βασικά εμπορεύματα, απαραίτητα για την παραγωγή εναλλακτικών μορφών ενέργειας (π.χ. ορισμένων μετάλλων), με συνακόλουθη άνοδο των διεθνών τιμών ενέργειας μεσοπρόθεσμα.
Προτάσεις πολιτικής
Συμπερασματικά, η TτΕ υπογραμμίζει ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας και η συνακόλουθη αύξηση του πληθωρισμού τιμών καταναλωτή οδήγησαν στην προς τα κάτω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. το 2022, ενώ ενίσχυσαν τους κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Εικόνα που δεν εγγυάται, όπως επισημαίνεται, την οικονομική ανθεκτικότητα σε μελλοντικές διαταραχές.
Με αυτά τα δεδομένα, η TτΕ τάσσεται υπέρ της ευρωπαϊκής συνεργασίας, όπως, για παράδειγμα, κοινή αγορά φυσικού αερίου, με στόχο να διασφαλιστούν χαμηλότερες τιμές ενέργειας και να αποκλειστούν αποκλίσεις στις τιμές προς όφελος των καταναλωτών.
Υπερθεματίζει της συνέχισης έκτακτων μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ιδίως σε κράτη με δημοσιονομικό χώρο, επικροτεί τη φορολόγηση των επιπλέον εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών για αναδιανομή σε ευάλωτα νοικοκυριά και υποδεικνύει τον εξορθολογισμό της χρήσης της ενέργειας για την εξοικονόμηση πόρων.
Μεσοπρόθεσμα, προτείνει τη στήριξη επενδύσεων για πράσινα έργα, που μπορεί να μην είναι προσοδοφόρα επί του παρόντος, με πρόσθετα δημοσιονομικά κονδύλια και κίνητρα. Ο ρυθμός ανάπτυξης και χρήσης των ΑΠΕ θα πρέπει να είναι, επισημαίνει, τουλάχιστον ανάλογος με την αποεπένδυση σε ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος υψηλών και ασταθών τιμών ενέργειας.
Και καταλήγει: «Ένα σαφές και σταθερό θεσμικό πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή και την πράσινη ενεργειακή μετάβαση θα βοηθούσε τις χώρες να προωθήσουν τις απαραίτητες προσαρμογές τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης».