Κατακόρυφη αύξηση εμφανίζει, τις τελευταίες εβδομάδες, το ενδιαφέρον μεγάλων -κυρίως- εγχώριων επιχειρήσεων για τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και ειδικότερα για τη δυνατότητα υπαγωγής επενδυτικών τους σχεδίων στο σκέλος λήψης χαμηλότοκων δανείων.
Η μαζική στροφή προς τα χαμηλότοκα δάνεια του ΤΑΑ εξηγείται, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, από την ανησυχία που προκαλεί η έξαρση του πληθωρισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη, για την επικείμενη αύξηση του κόστους χρήματος. Η FED, στην προσπάθειά της να «δαμάσει» τις πληθωριστικές πιέσεις, ξεκίνησε πρόγραμμα επιθετικής αύξησης επιτοκίων και περιορισμού της ρευστότητας, ενώ οι αγορές προεξοφλούν ότι με την ίδια ένταση θα κινηθεί και η ΕΚΤ, παρά το εύθραυστο της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρωζώνη.
Σε αυτό το περιβάλλον, τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης λειτουργούν ως… καταφύγιο. Όσα επενδυτικά σχέδια λάβουν έγκριση ως την πρώτη ετήσια αναθεώρηση (σ.σ. Οκτώβριος 2022) «κλειδώνουν» ιδιαίτερα χαμηλή τιμολόγηση, που ξεκινά από επιτόκιο 0,35% για εταιρείες με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση.
Το κοντράστ με τις συνθήκες που επικρατούν στις αγορές μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι εντυπωσιακό. Όπως εύγλωττα σημείωσε ο επικεφαλής εταιρικών χορηγήσεων της Πειραιώς Θ. Τζούρος, μιλώντας προ διμήνου σε συνέδριο, οι επιχειρήσεις μπορούν να «κλειδώσουν» για 10 με 15 χρόνια χρηματοδότηση με επιτόκια της τάξης του 0,35% με 0,50%, όταν μόνο για την αντιστάθμιση επιτοκιακού κινδύνου καταβάλλουν, αυτή τη στιγμή, υψηλότερο κόστος.
Επιπρόσθετα, το σκέλος των χαμηλότοκων δανείων (12,7 δισ. ευρώ) μπορεί να καλύψει ως το 50% της συνολικής επένδυσης, η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να υπαχθεί, για κάποιες από τις δράσεις της, και σε ΕΣΠΑ ή σε διατάξεις του Αναπτυξιακού. Το συνολικό ύψος, όμως, επιδοτήσεων και χαμηλότοκων δανείων δεν μπορεί να ξεπερνά το 70% του ύψους της επένδυσης. Τέλος, η ίδια συμμετοχή πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 20%.
Αργά προχωρούν οι εγκρίσεις
Παρά το υψηλό ενδιαφέρον, η διαδικασία έγκρισης επενδυτικών σχεδίων προχωρά αργά, με αποτέλεσμα ο αριθμός των εγκρίσεων να παραμένει σε χαμηλά μονοψήφια νούμερα. Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες αξιολογούν τη βιωσιμότητα της επένδυσης και την αξιοπιστία του επενδυτή.
Εν συνεχεία, τη σκυτάλη λαμβάνουν οι αξιολογητές, για να κρίνουν αν πληρούνται τα κριτήρια επιλεξιμότητας της επένδυσης, ως προς τις απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), καθώς τη συμμόρφωση του σχεδίου με τους κατά περίπτωση κανόνες κρατικών ενισχύσεων (ΓΑΚ, De Minimis, κ.λπ.).
Στο τελευταίο σκέλος της διαδικασίας παρατηρούνται καθυστερήσεις, εξού και αποφασίστηκε να «τρέξουν» ειδικά σεμινάρια για αξιολογητές.
Τέλος, μέσα στο επόμενο διάστημα αναμένεται να ξεκινήσει η προεργασία για την προγραμματισμένη το 2023 αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπό τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η ρωσική εισβολή και η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους.
Ο κίνδυνος για τις τράπεζες
Υπό προϋποθέσεις (ασθενής ανάπτυξη-υψηλός πληθωρισμός ή και ύφεση), η στροφή περισσότερων μεγάλων επιχειρήσεων στη χρήση χαμηλότοκων δανείων του ΤΑΑ ενδέχεται να ενέχει προκλήσεις για τις τράπεζες, ως προς την επίτευξη των στόχων πιστωτικής επέκτασης της περιόδου 2023-24.
Για φέτος, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν προϋπολογίσει νέες εκταμιεύσεις δανείων της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ αθροιστικά, για επενδυτικά σχέδια που θα ενταχθούν στα χαμηλότοκα δάνεια.