Ένα σύνθετο και ως εκ τούτου δύσκολο να επιλυθεί γρίφο καλείται να αντιμετωπίσει η χώρα, υπό τη σκιά του συνδυασμού ενεργειακής και ουκρανικής κρίσης και της συνακόλουθης μεταβλητότητας των ενεργειακών τιμών. Έχοντας υψηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο, είναι η μόνη χώρα που δεν διαθέτει το πολύτιμο «όπλο» άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε.: αποθηκευτικούς χώρους αερίου. Και όπως όλα δείχνουν, θα αργήσει να επιλύσει αυτό τον γρίφο. Μένοντας ως τότε ανοχύρωτη, όχι μόνο στις διακυμάνσεις των ενεργειακών τιμών αλλά και σε απευκταία διακοπή της ροής φυσικού αερίου.
Από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στη δημόσια διαβούλευση της ΡΑΕ για τον κανονισμό τιμολόγησης της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου στη Νότια Καβάλα και το πρόγραμμα ανάπτυξης του ΔΕΣΦΑ για το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) 2022-2031, προκύπτουν:
- Σοβαρές ενστάσεις για τη σχεδιαζόμενη επένδυση της ΥΑΦΑ Καβάλας από τα δύο ενδιαφερόμενα επενδυτικά σχήματα, την κοινοπραξία ΔΕΣΦΑ-ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και την Energean Oil & Gas, γεγονός που υποδηλώνει σαφώς την απροθυμία συμμετοχής τους στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ, με βάση τα οικονομικά και ρυθμιστικά δεδομένα που θέτει ο Ρυθμιστής για την υλοποίηση του έργου.
- Δυσκολίες που φαίνονται ανυπέρβλητες, καθώς και υψηλά κόστη για την αξιοποίηση των αποθηκευτικών υποδομών της Ιταλίας, προκειμένου η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις επιταγές της Κομισιόν για εξασφάλιση στρατηγικών αποθεμάτων στο 15% της ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου ως τον Νοέμβριο.
Ειδικότερα, για το δεύτερο, όπως αναφέρεται στο απαντητικό κείμενο της κοινοπραξίας ΔΕΣΦΑ-ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η επιλογή της λύσης της Ιταλίας συνεπάγεται ένα επιπλέον κόστος που εκτιμάται σε περίπου 3 ευρώ τη μεγαβατώρα μόνο για αποθήκευση και μεταφορά στην Ελλάδα, επιβάρυνση που θα προστεθεί στο κόστος της αγοράς φυσικού αερίου. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται, οι υπολογισμοί αυτοί δεν είναι ακριβείς, γιατί δεν υπάρχουν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία αυτή τη στιγμή.
Συνεπώς, το αποθηκευμένο αέριο της χώρας μας στην Ιταλία θα καταστεί ακριβό, άρα, το ερώτημα που δημιουργείται είναι πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει αντισταθμιστικά στις διακυμάνσεις των ενεργειακών τιμών. Προφανώς, η χρήση του φαίνεται να περιορίζεται στην κάλυψη έκτακτων αναγκών. Η κοινοπραξία, στον αντίποδα, δίνει και ένα συγκριτικό κόστος για την ΥΑΦΑ Καβάλας -εάν ήδη υπήρχε, εκτιμάται ότι το κόστος αποθήκευσης και μεταφοράς δεν θα ξεπερνούσε το 0,5 ευρώ τη μεγαβατώρα.
Το πιο σοβαρό κώλυμα, ωστόσο, της ιταλικής επιλογής είναι αυτό που αναφέρεται από την Energean Oil & Gas. Είναι αδύνατη η μεταφορά του αερίου από την Ιταλία μέσω TAP, γιατί ο αγωγός δεν διαθέτει συμπιεστή ανάστροφης ροής στο σημείο εισόδου στην Ιταλία. Επομένως, χωρίς τη δυνατότητα αυτή φαίνεται να ακυρώνεται εκ των πραγμάτων η λύση της Ιταλίας. Επιπλέον, η Energean διατυπώνει προβληματισμό, κατά πόσο το σύστημα της SNAM, του ιταλικού αντίστοιχου Διαχειριστή, θα μπορεί να εξυπηρετήσει τις σχετικές ροές.
Εάν ισχύουν όλα αυτά, το ζήτημα που ανακύπτει, είναι τι θα κάνει η Ελλάδα με τις σφιχτές προθεσμίες της Κομισιόν για την υποχρεωτική διατήρηση στρατηγικών αποθεμάτων φυσικού αερίου έως τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Σε ό,τι αφορά τις ενστάσεις των ενδιαφερόμενων επενδυτών για την επένδυση της ΥΑΦΑ Καβάλας, κατ' αρχάς, συμφωνούν ότι η κοινωνικοποίηση του έργου θα έπρεπε να φθάνει στο 100% από 50% που εισηγείται η ΡΑΕ. Συμφωνούν, επίσης, στο θέμα της πρόσβασης τρίτων στην υποδομή. Αυτό που προτείνεται από τον Ρυθμιστή, όπως εκτιμάται, είναι ένα μικτό ρυθμιζόμενο και εμπορικό καθεστώς, που δεν είναι συμβατό ούτε με τον Κανονισμό της Ε.Ε., ούτε με όσα προβλέπονται στα καθ’ ημάς, ούτε και με τη διεθνή πρακτική. Προοπτική η οποία, όπως αναφέρει η κοινοπραξία ΔΕΣΦΑ-ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, θα αποθαρρύνει την υλοποίηση του έργου και θα το καταστήσει μη χρηματοδοτήσιμο. Για «τεράστια αβεβαιότητα στους ενδιαφερόμενους επενδυτές» μιλά και η Energean.
Τα οικονομικά δεδομένα για την προώθηση της επένδυσης απορρίπτει ασυζητητί η Energean. Θεωρεί ότι δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες της αγοράς, ότι υπολογίσθηκαν με δεδομένα προ κρίσης και για τον λόγο αυτό ζητά το κεφαλαιουχικό κόστος, το κόστος λειτουργίας και το κόστος του αερίου πλήρωσης να αντιστοιχούν σε πραγματικά δεδομένα κατά τον χρόνο σύναψης του EPC και πλήρωσης της αποθήκης, όπως ισχύει στο σύνολο των υποδομών φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Με αυτά τα δεδομένα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν η ΡΑΕ προτίθεται να προχωρήσει σε αναθεώρηση των εισηγούμενων ρυθμίσεων, όπως ζητούν οι επενδυτές, ώστε να μπει σε τροχιά δρομολόγησης, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, ένα έργο που η χώρα όφειλε να είχε προωθήσει πριν από μία δεκαετία και πλέον. Η κρίσιμη, ωστόσο, παράμετρος που αναδεικνύεται, είναι εάν οι παρούσες συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση σε καταναλωτές και χρήστες της υποδομής.