Ο υψηλός πληθωρισμός σημαίνει αύξηση του κόστους ζωής, αναφέρει στην τελευταία έρευνά του το Euromonitor.
Διαπίστωση που έρχονται να επιβεβαιώσουν -όπως και η τελευταία έρευνα της ΓΣΕΕ, στην οποία κάνει λόγο για κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών-, οι εταιρείες μέτρησης της κατανάλωσης που δεν διακρίνουν τον πάτο του βαρελιού, οι αναθεωρήσεις επί τα χείρω στελεχών της αγοράς -όπως αυτή του Αριστοτέλη Παντελιάδη της METRO και του Παναγιώτη Τσινάβου της ΚΡΙ ΚΡΙ-, το ταμείο των σούπερ μάρκετ που είναι μείον και η άνοδος του μεριδίου των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που προσεγγίζει πλέον τα μνημονιακά επίπεδα.
Στην εποχή των μνημονίων, οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι, στην καλύτερη, με τη μείωση των μισθών τους και στη χειρότερη, χωρίς δουλειά και για να αντεπεξέλθουν αναγκάστηκαν να περιορίσουν δραστικά τις δαπάνες τους. Σήμερα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης συνδέεται με την εκτίναξη των τιμών σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και με τον πληθωρισμό, που για δεύτερο μήνα κινείται πάνω από το 10% -τον Μάιο εκτινάχθηκε στο 10,7%. Και όπως είναι γνωστό, ο πληθωρισμός πλήττει περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα.
Τα νοικοκυριά με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα €751-€1.100 δαπανούν το 27,1% και 13,6% του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια αντίστοιχα, αναφέρει ανάλυση της Tράπεζας Πειραιώς για τις επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα και στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών. Αντίθετα, τα νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των €3.500 δαπανούν μόνο το 18,7% και 10,5% του εισοδήματός τους για τις ίδιες κατηγορίες αγαθών.
Προς επίρρωση αυτών, έρευνα της ΓΣΕΕ αναφέρει ότι τον Απρίλιο η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν ίση με 18% έναντι 14,7% τον Μάρτιο. Ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα απώλεσε τον ίδιο μήνα το 9,9% της αγοραστικής του δύναμης και ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης το 28%.
Τα σημάδια αυτής της υστέρησης αποτυπώνονται ήδη στο μέσο καλάθι. Την περίοδο του Πάσχα, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ υποχώρησαν 5,4% σε αξία, κάτι που αποδίδεται εν μέρει στη μετακίνηση καταναλωτών στην επαρχία (πηγή Nielsen). Όμως η αύξηση κατά 52,4% των πωλήσεων προβάτου δεν αφήνει περιθώρια για πολλές ερμηνείες. Η μετακίνηση καταναλωτών από το αρνί και το κατσίκι, στο πρόβατο, έγινε λόγω της χαμηλής τιμής του τελευταίου.
Και αν η περίοδος του Πάσχα αποτελεί μακρινό παρελθόν, οι περικοπές συνεχίζονται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις πωλήσεις προϊόντων γιαούρτης. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΚΡΙ ΚΡΙ κ. Παναγιώτη Τσινάβο, έχουν μειωθεί από τις αρχές της χρονιάς 8% σε αξία και 12% σε όγκο.
Υποχώρηση των πωλήσεων που δεν φαίνεται να σταματά. Επτά στα 10 στελέχη (ποσοστό 68%) από το λιανεμπόριο τροφίμων και τους προμηθευτές εκτιμούν ότι οι πωλήσεις του κλάδου θα συνεχίσουν να μειώνονται και το δεύτερο εξάμηνο (πηγή ΙΕΛΚΑ).
Ποια όμως είναι η γραμμή άμυνας που τραβούν οι καταναλωτές για να αντεπεξέλθουν στο ανατιμητικό κύμα το οποίο δεν έχει πιάσει ταβάνι, όπως είπε πρόσφατα ο επικεφαλής της METRO Αριστοτέλης Παντελιάδης;
«Η άμυνα που έχουν οι καταναλωτές είναι οι προσφορές, η ένταση και το βάθος των οποίων έχει μειωθεί τους τελευταίους μήνες και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας των αλυσίδων σούπερ μάρκετ», λέει υψηλόβαθμο στέλεχος εταιρείας ερευνών στο Εuro2day.gr. Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, που δεν έχουν μεγάλη διείσδυση στο ελληνικό καλάθι σε σχέση με το μέσο καλάθι του παγκόσμιου καταναλωτή, είναι η μοναδική κατηγορία που καταγράφει ανάπτυξη, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο. Με αποτέλεσμα, το μερίδιό τους να προσεγγίζει τα υψηλά του 2014 και του 2015, δηλαδή την περίοδο της πολύ βαθιάς ύφεσης της χώρας μας, η οποία είχε βρεθεί ένα βήμα πριν από την έξοδό της από το ευρώ.
Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στο σύνολο των πωλήσεων των σούπερ μάρκετ -από το δείγμα εξαιρείται η Lidl, που δεν τη μετρούν οι εταιρείες ερευνών- έχει ξεπεράσει πλέον το 18%, από 15,7% που ήταν πριν από δύο μήνες, 19% που ήταν το 2014 και 18% το 2015.
Η μετακίνηση των καταναλωτών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας αποτυπώνεται και από πανελλαδική έρευνα της Ierax Analytix. Ήδη κοντά 1 στους 2 καταναλωτές (ποσοστό 46%) αγοράζει περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με δύο χρόνια πριν, ενώ 1 στους 3 (ποσοστό 33%) θεωρεί πως θα συνεχίσει να αγοράζει περισσότερα στο μέλλον.
Πάντως το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά από αυτό που απολαμβάνει σε χώρες όπως η Ισπανία, η Γερμανία και η Ελβετία, στις οποίες ξεπερνά το 40% της κατανάλωσης. Και αυτή δεν είναι η μόνη διαφορά. Εν αντιθέσει με τους Έλληνες καταναλωτές που στρέφονται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε περιόδους κρίσης, η βασική δεξαμενή καταναλωτών που αγοράζει τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στη Γαλλία και τη Γερμανία, σε ποσοστά 58% και 52% αντίστοιχα, είναι καταναλωτές με υψηλά εισοδήματα.