Η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας σε συνδυασμό με μια σειρά από άλυτα δομικά προβλήματα της ενεργειακής αγοράς κατέληξαν να είναι η αχίλλειος πτέρνα της προσπάθειάς της να ανταποκριθεί στο Green Deal. Μπήκαμε επί της ουσίας ανοχύρωτοι στον δρόμο της πράσινης μετάβασης, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς προετοιμασία, χωρίς εκτίμηση της κατάστασης, χωρίς πρόβλεψη ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά. Μας περίσσευε ο ενθουσιασμός, ενώ έλειπε το υπόβαθρο.
Πρώτοι από όλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηκώσαμε τη σημαία της απολιγνιτοποίησης, για να αντικαταστήσουμε τον βρώμικο λιγνίτη με το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο. Το βάρος έπεσε στις ΑΠΕ και καλώς, αλλά δεν φροντίσαμε στα τρία τελευταία χρόνια να προωθήσουμε συστήματα αποθήκευσης, για να ισορροπήσουμε τη στοχαστικότητά τους. Για να μη μιλήσουμε για τον εκσυγχρονισμό της αδειοδότησης και τη χωροθέτησή τους, που ακόμη εκκρεμούν. Δεν ενθαρρύναμε μικρότερα έργα ΑΠΕ από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, μέσω του net metering. Περιθωριοποιήσαμε τις ενεργειακές κοινότητες.
Καθυστερούμε εδώ και πάνω από μία δεκαετία την υλοποίηση της επένδυσης της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου, στη Νότια Καβάλα, κατέχοντας το θλιβερό ρεκόρ να είμαστε η μοναδική χώρα στην Ε.Ε. χωρίς συστήματα αποθήκευσης αερίου.
Δείξαμε ατολμία στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων. Θεωρήσαμε ότι ο τομέας του upstream δεν συνάδει με την πράσινη μετάβαση και τον… ξεχάσαμε.
Δεν προωθήσαμε εκτεταμένα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης και αποδοτικότητας, για τη διαχείριση της ζήτησης ενέργειας και τη συνακόλουθη μείωσή της.
Πρόσφατα στοιχεία της Moody’s αναφέρουν ότι η Ελλάδα εισάγει το 82% της ενέργειας που καταναλώνει, ενώ σύμφωνα με τη Eurostat, φέρνει από τη Ρωσία περίπου το 40% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιεί.
Πώς φθάσαμε στην απειλή της ενεργειακής επάρκειας
Από την πανδημία, το 2020, και την αρχική, σοκαριστική, μείωση της ζήτησης ενεργειακών προϊόντων που έφεραν τα lockdown, όλος ο κόσμος έμπαινε στο 2021 με ελπίδα και όρεξη για κατανάλωση. Η εικόνα φαινόταν να αλλάζει, το φυσικό αέριο χαρακτηρίσθηκε από την Ε.Ε. μεταβατικό καύσιμο προς την πράσινη οικονομία και οι κερδοσκόποι βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Οι τιμές των ρύπων άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα μαζί με το φυσικό αέριο, αφού ο άνθρακας και οι λιγνίτες είχαν καταδικαστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Από το καλοκαίρι και μετά, οι τιμές του φυσικού αερίου άρχισαν να καλπάζουν και η ενεργειακή κρίση έγινε καθημερινή πραγματικότητα.
Η Ελλάδα είχε ξεκινήσει ήδη να κλείνει λιγνιτικά εργοστάσια από τις αρχές του 2021, πυρηνικά δεν διαθέτει, οι ΑΠΕ είναι διαθέσιμες όταν έχει ήλιο και αέρα, αποθήκες για να αντιπαλέψει τη διακύμανση των τιμών δεν υπάρχουν, επομένως, το ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο κυριαρχούσε σταθερά στο ενεργειακό μείγμα της. Τα αποτελέσματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε από τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους, με τη χονδρική τιμή του ρεύματος να κινείται ανεξέλεγκτα. Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος ήταν οι μήνες με το pick της χονδρεμπορικής τιμής.
Και ενώ από τον Ιανουάριο του 2022 διεθνείς αλλά και εγχώριες εκτιμήσεις μιλούσαν για αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου από το καλοκαίρι, ήρθε η ουκρανική κρίση ένα μήνα μετά και έδωσε τη χαριστική βολή.
Η Ε.Ε. για άλλη μία φορά αποδείχθηκε ελλειμματική στη στρατηγική της. Πρώτα ήταν η απόφασή της να θεωρήσει το φυσικό αέριο μεταβατικό καύσιμο και τώρα ευαγγελίζεται την ταχεία απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το γεγονός ότι υπάρχουν κράτη-μέλη με υψηλή εξάρτηση από αυτό, που φθάνει ως το 85%, φαίνεται μάλλον να μην την απασχολεί σοβαρά. Χθες, η επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον, από το βήμα του οικονομικού φόρουμ των Δελφών, επέμεινε ότι μέσα στο 2022 μπορεί να αντικατασταθεί η προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου στο 1/3.
Σε αυτό το σκηνικό η Ελλάδα αναγκάζεται να κάνει στροφή 180 μοιρών. Ανακαλύπτει εκ νέου τη χρησιμότητα των λιγνιτικών μονάδων και την αξία της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων. Χθες, ο Πρωθυπουργός από την Κοζάνη, στα εγκαίνια του φωτοβολταϊκού πάρκου της ΕΛ.ΠΕ., ανακοίνωσε ότι θα αυξηθεί στα επόμενα δύο χρόνια κατά 50% η παραγωγή λιγνίτη, «ώστε να μειώσουμε την εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο» και μετέθεσε για το 2028 τη μετατροπή της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα V σε φυσικού αερίου. Δεν έκανε, ωστόσο, καμία αναφορά για την τύχη των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, με το σταδιακό κλείσιμό τους να προγραμματίζεται από τη ΔΕΗ από το 2023.
Την επόμενη εβδομάδα, εξάλλου, σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προβεί σε ανακοινώσεις και για την επιτάχυνση της έρευνας υδρογονανθράκων, ενώ προωθούνται με ταχείς διαδικασίες και νέες υποδομές για υποδοχή, αποθήκευση και επαναεριοποίηση LNG στην επικράτεια.
Η κυβερνητική ενεργειακή πολιτική από ασυζητητί «πράσινη» στρέφεται μέσα σε ένα μήνα στον σωτήριο «βρώμικο» λιγνίτη και στην αξία των εγχώριων πόρων, λόγω όχι μόνον της ουκρανικής κρίσης, αλλά και της αδυναμίας της να σχεδιάσει στο ενδιάμεσο διάστημα μια ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική.
Μπορούν οι λιγνιτικές μονάδες, αυτές που απέμειναν, να «σώσουν την παρτίδα», με μεγαλύτερη συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα και συνεχή λειτουργία, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο; Όπως έγραψε χθες το Euro2day.gr, αυτό είναι ανέφικτο πια, γιατί και η παραγωγή των ορυχείων, ακόμη κι αν αυξηθεί, δεν επαρκεί. Συνεπώς, θα εξακολουθήσουν να έχουν συμπληρωματικό ρόλο, όπως και σήμερα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της χώρας, στην περίπτωση της διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου.