«Παγωμένοι» οι εργοδότες για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Βαριά η σκιά του πολέμου στη διαδικασία διαβούλευσης. Από 2,7% έως και 18% οι προτάσεις, με τους εργοδοτικούς φορείς να είναι οι πιο συγκρατημένοι. Απώλειες 14% για τον κατώτατο μισθό λόγω της ακρίβειας, καταγράφει η ΓΣΕΕ για τον Ιανουάριο.

«Παγωμένοι» οι εργοδότες για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Φόβους πως μια πιθανή μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να οδηγήσει σε παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων και να δημιουργήσει αρνητικές επιδράσεις στην παραγωγικότητα, εκφράζουν στην πλειονότητά τους οι εκπρόσωποι των επιστημονικών και εργοδοτικών φορέων, που μετέχουν στη διαδικασία για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, που θα ισχύσει από την 1η Μαΐου.

Την ίδια στιγμή βέβαια, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί στην Ελλάδα, με τη χώρα μας να βρίσκεται σημαντικά κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης. Μόνο χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που ενσωματώθηκαν στην ΕΕ μετά τις τελευταίες διευρύνσεις έχουν χαμηλότερους κατώτατους πραγματικούς μισθούς.

Εν αναμονή της απόφασης του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη στο τέλος Απριλίου και εν μέσω της διαδικασίας διαβούλευσης, οι εκθέσεις των φορέων αναγνωρίζουν αφενός ότι η όποια απόφαση πρέπει να λάβει υπόψη το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον, καθώς ήδη οι τιμές των καυσίμων έχουν επηρεαστεί και οι μεσοχρόνιες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία είναι ανυπολόγιστες, αφετέρου ότι ήδη οι πρόσφατες εξελίξεις στον πληθωρισμό έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση του κατώτατου μισθού σε όρους αγοραστικής δύναμης.

Στην πλειονότητά τους οι φορείς αναγνωρίζουν ότι η συζήτηση γίνεται σε ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, γεγονός που συνηγορεί στην περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού. Πολλώ δε μάλλον, όταν τα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ που δημοσιεύθηκαν χθες (αφορούν τον Ιανουάριο του 2021) δείχνουν ότι το 35,9% από τους συνολικά 2,168 εκατ. εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή ένας στους 3, λαμβάνει μηνιαίο μισθό 479,14 ευρώ μεικτά, ή 416 ευρώ καθαρά, καθώς απασχολείται με μερική απασχόληση.

Συνολικά, 1.421.518 άτομα εργάζονται με πλήρη απασχόληση (64,1%) και 779.665 με μερική. Ο μέσος μισθός διαμορφώνεται στα 987,3 ευρώ μεικτά, με τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης να εκτιμάται σε 1.243,53 ευρώ και ο μέσος μισθός μερικής απασχόλησης σε 479,14 ευρώ.

Οι προτάσεις ξεκινούν από 2,7% (Τράπεζα της Ελλάδος) και φθάνουν έως και 18% (ΓΣΕΕ), με τους περισσότερους φορείς να συμφωνούν για την κάλυψη του πληθωρισμού. Από την πλευρά των εργοδοτικών φορέων μάλιστα, επαναλαμβάνεται η πρόταση για μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ενώ το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως μια ήπια αύξηση θα μπορούσε να συνδυαστεί με μείωση των εισφορών, αλλά και στοχευμένη επιδότηση των νοικοκυριών από το κράτος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι νέοι κλυδωνισμοί που αναμένεται πως θα ασκήσουν πιέσεις στην αγοραστική δύναμη και στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών.

Το ΚΕΠΕ, στην εισήγησή του, κάνει λόγο για λελογισμένες αυξήσεις, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι μεγάλη μερίδα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα αμείβεται πλέον με τον κατώτατο μισθό ή με μισθό εξαιρετικά κοντά στον κατώτατο. Επίσης, επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, οι μικρές επιχειρήσεις, με έως 10 εργαζόμενους, κατά μέσο όρο έχουν χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τις πιο μεγάλες, που προσφέρουν κατά κανόνα καλύτερες αμοιβές, ενώ καταγράφονται και συστηματικές κλαδικές μισθολογικές διαφορές. Ως εκ τούτου, η όποια αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και συγκεκριμένους κλάδους.

Σημαντική αύξηση, με βασικό προσδιοριστικό παράγοντα το ποσοστό του πληθωρισμού, προτείνει η ΕΣΕΕ μέσω του Ινστιτούτου της, με το σκεπτικό ότι το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα θα κατευθυνθεί στην κατανάλωση, ενώ η ΓΣΕΒΕΕ ζητεί συνδυασμό σημαντικής αύξησης και μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.

Τέλος, το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ τάσσεται υπέρ μιας αύξησης κοντά στο 3% με 4% που δικαιολογείται από τις πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας και φέτος, μετά τη σημαντική ανάκαμψή της το 2021. Επισημαίνει βέβαια ότι αν οι προσδοκίες για την ανάπτυξη το 2022 επιδεινωθούν, τότε η αύξηση του κατώτατου μισθού το 2022 θα πρέπει να είναι χαμηλότερη.

Την ίδια στιγμή πάντως, επιδεινώνονται και μάλιστα ραγδαία τα εισοδήματα των εργαζομένων. Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία της ΓΣΕΕ. Τον Ιανουάριο του 2022, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε 6,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έως σήμερα και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών. Το κύμα ακρίβειας μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και την αγοραστική δύναμη ειδικότερα των χαμηλόμισθων.

Κύρια πηγή αύξησης των τιμών είναι οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, οι οποίες πλέον διαχέονται σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα είδη που απαρτίζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Εστιάζοντας στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών, δηλαδή στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, στις δαπάνες στέγασης και στις δαπάνες μεταφορών, προκύπτει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού συνεχίζεται αμείωτη το 2022, παρά τη μικρή ονομαστική αύξησή του κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022, η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Μάλιστα, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v