Σε σκηνικό πίεσης, πολιτικής και κοινωνικής, μετά την έξαρση της ακρίβειας με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις -ακόμα και η Κρ. Λαγκάρντ ομολόγησε πως οι προβλέψεις έπεσαν έξω-, η κυβέρνηση αναζητά μέτρα που θα καταλαγιάσουν τις πιέσεις στο πορτοφόλι των νοικοκυριών. Να τις εξαλείψουν στην παρούσα φάση, αδύνατον.
Στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης αλλά και ενδοκυβερνητικά έχουν πέσει πολλές προτάσεις. Από τη μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα και του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα τρόφιμα έως την καταβολή επιδόματος ακρίβειας στους ασθενέστερους και τη διαγραφή των φορολογικών επιβαρύνσεων στα αναδρομικά των συνταξιούχων.
Κάθε μια από τις προτάσεις έχει αδύνατα σημεία και όλες έχουν έναν κοινό περιορισμό: τον δημοσιονομικό χώρο. Αν δεν υπάρχει περιθώριο, η όποια αύξηση του ελλείμματος φέτος θα προκύψει υπό μορφή πίεσης πρόσθετης δημοσιονομικής προσαρμογής το 2022, όταν κάποιοι στόχοι και κανόνες -ασαφείς ακόμα- θα έχουν επιστρέψει. Θεωρείται όμως εκτός συζήτησης να υπάρξει παράταση της ρήτρας διαφυγής για ένα ακόμα έτος.
Την «αδυναμία» της μείωσης των φόρων στα καύσιμα ανέδειξε με δημόσιες δηλώσεις του (που προκάλεσαν πολιτικές αντιδράσεις) ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης. Το 30% των πολιτών ή 2,5 εκατομμύρια έχουν εισοδήματα κάτω του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ ή δεν έχουν αυτοκίνητο (άνεργοι, χαμηλόμισθοι, χαμηλοσυνταξιούχοι) ή ακόμα κι αν έχουν, η όποια επίπτωση από τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα έχει περιορισμένη επίπτωση στην τσέπη τους. Επιπρόσθετα, με τον ρυθμό που καλπάζουν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου (την Παρασκευή μόνο άλμα 3 δολαρίων, πάνω από τα 93 δολάρια το μπρεντ, με τους αναλυτές να βλέπουν σύντομα τα 100 δολάρια στο βαρέλι), μια μείωση του ΕΦΚ κινδυνεύει να χαθεί στον κυκεώνα των ανατιμήσεων. Ιδίως όσο η απειλή πολέμου στην Ουκρανία παραμένει ενεργή.
Στα τρόφιμα, δεν υπάρχει δικλίδα ασφαλείας ότι η μείωση θα περάσει στον καταναλωτή, το κόστος είναι μεγάλο και επιπρόσθετα -το ίδιο ισχύει και για τα καύσιμα-, αν μειωθεί για παράδειγμα ο ΦΠΑ στο ψωμί (κόστος 140 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση), δύσκολα θα βρεθεί κυβέρνηση που θα πάρει το μέτρο πίσω. Επομένως το κόστος περνάει στο 2023 και φέρνει στο προσκήνιο δημοσιονομική προσαρμογή, εκτός και αν μεσολαβήσει «θαύμα» μόνιμου δημοσιονομικού χώρου.
Το ενδεχόμενο να καταβληθεί επίδομα επίσης έχει μεγάλο κόστος, λόγω του πλήθους των αποδεκτών. Στα 2,5 εκατομμύρια, 200 ευρώ επιδόματος ανεβάζει τον λογαριασμό στα 500 εκατ. ευρώ. Πολλά λεφτά, «μικρό» επίδομα, αλλά χωρίς μόνιμες επιπτώσεις.
Για τα αναδρομικά των συνταξιούχων και τη φορολόγησή τους, το όφελος «χάνεται» σε ορίζοντα τετραετίας, αφού η οφειλή μπορεί να ρυθμιστεί σε 48 μηνιαίες δόσεις.
Η εξίσωση είναι δύσκολη και οι αγορές παρακολουθούν στενά. Ήδη την περασμένη εβδομάδα, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ξεπέρασε το φράγμα του 2%, κάνοντας ορισμένους να… κάνουν τον σταυρό τους που αντλήθηκαν 3 δισ. ευρώ με το δεκαετές ομόλογο, όταν η «φωτιά» των επιτοκίων δεν είχε ακόμα ανάψει για τα καλά.
Κυβερνητικές πηγές διαβεβαιώνουν πως δεν θα ληφθεί κανένα μέτρο που θα δημιουργεί συνθήκες δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Εντός «περιθωρίων», όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.