Δυσάρεστες εκπλήξεις, με περικοπές -άμεσες αλλά και έμμεσες- στις συντάξεις, έκρυβε τελικά η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας και του Πάνου Τσακλόγλου που εκδόθηκε παραμονή Πρωτοχρονιάς και ισχύει από την υπογραφή της και εφεξής.
Πρόκειται για εγκύκλιο που έρχεται να ερμηνεύσει διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2016 και ορίζει ότι από την έναρξη του νέου έτους και εφεξής, κάθε συνταξιούχος θα λαμβάνει μία εθνική σύνταξη, όχι μόνο στη σώρευση συντάξεων εξ ιδίου δικαιώματος αλλά και εφόσον ο δικαιούχος λαμβάνει και σύνταξη χηρείας. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο συνταξιούχος που λαμβάνει και σύνταξη χηρείας, κατά την πρώτη τριετία θα εισπράττει το 70% μόνο της ανταποδοτικής σύνταξης, εφόσον από τη δική του σύνταξη, λαμβάνει εθνική σύνταξη.
Αντίστοιχα και μετά το πέρας της τριετίας, η σύνταξη χηρείας του θα υπολογίζεται στο 35%, μόνο όμως του ανταποδοτικού σκέλους. Στην πράξη, και σε κάθε περίπτωση, ο δικαιούχος δύο ή και περισσότερων συντάξεων, ακόμη κι αν κάποιες από αυτές είναι χηρείας, το ποσό της εθνικής σύνταξης δεν μπορεί πλέον να ξεπερνά τα 384 ευρώ. Το ποσό αυτό που αντιστοιχεί σε μία πλήρη εθνική σύνταξη θα προέρχεται είτε από ένα δικαίωμα είτε από το άθροισμα διαφορετικών δικαιωμάτων.
Με βάση την εγκύκλιο, ακόμη και στην περίπτωση συνταξιούχων πριν από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, που λαμβάνουν εκτός από την δική τους σύνταξη και σύνταξη χηρείας, θα υπάρξουν έμμεσες περικοπές. Και αυτό, γιατί στον επανυπολογισμό, το ποσό που λαμβάνει ο δικαιούχος και προέρχεται από εθνικές συντάξεις, εφόσον ξεπερνά τα 384 ευρώ, θα νοείται ως «προσωπική διαφορά». Όταν λοιπόν, αποφασιστούν αυξήσεις στις συντάξεις, οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι δεν θα τις λάβουν, παρά μόνο εάν μηδενιστούν οι προσωπικές τους διαφορές.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, «βασικός σκοπός της εγκυκλίου, η οποία δεν έχει αναδρομική ισχύ, είναι η αποσαφήνιση των κείμενων διατάξεων για να δοθούν διευκρινίσεις σε ερωτήματα του e-ΕΦΚΑ και ολοκληρωμένες οδηγίες για την αποτελεσματική ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικών του φορέα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η άρτια εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και η εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος».
Αυτό που δεν λέει, είναι ότι οι διευκρινίσεις οδηγούν σε περικοπές. Οι οποίες για να μην προκαλέσουν τις έντονες αντιδράσεις των δικαιούχων, δεν θα είναι αναδρομικές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ζητήσει ο ΕΦΚΑ επιστροφή ποσών που καταβάλλονται ακόμη και για 5,5 χρόνια.
Όπως εξηγεί μιλώντας στο euro2day.gr ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούρλος, που γνωρίζει πολύ καλά τα ασφαλιστικά θέματα, το υπουργείο Εργασίας εξέδωσε την εγκύκλιο με την οποία δίνει οδηγίες αναφορικά με τη χορήγηση εθνικής σύνταξης σε περιπτώσεις που υπάρχει «σώρευση» συντάξεων, με αφορμή την επίλυση προβλημάτων που ανέκυψαν από την εφαρμογή των ρυθμίσεων για τη διαμόρφωση του ύψους των συντάξεων χηρείας μετά την πάροδο της τριετίας από τον θάνατο του ασφαλισμένου/συνταξιούχου.
Αναλυτικά, επισημαίνει, τρία είναι τα κύρια ζητήματα που πραγματεύεται η προσφάτως εκδοθείσα εγκύκλιος:
Το πρώτο σχετίζεται με την περικοπή της σύνταξης μετά την πάροδο της τριετίας. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, ο επιζών σύζυγος για μια τριετία από τον θάνατο λαμβάνει το 70% της σύνταξης και μετά την τριετία, αν εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, λαμβάνει το ήμισυ του 70%, δηλαδή το 35%, το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται του κατώτατου ορίου των 360 ευρώ.
Κατά την εγκύκλιο, αν ο δικαιούχος της σύνταξης χηρείας είναι ήδη συνταξιούχος από δικό του δικαίωμα, τότε στην απονεμόμενη σύνταξη χηρείας το ποσό της εθνικής σύνταξης δεν θα είναι το 70% της εθνικής του θανόντος, αλλά ό,τι υπολείπεται από τα 384 ευρώ, αφού αφαιρεθεί το ποσό της εθνικής σύνταξης που λαμβάνει από το δικό του συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, «αυτό δεν εντάσσεται στη λογική του ότι σε κάθε συνταξιούχο πρέπει να απονέμεται μία εθνική σύνταξη, ανεξάρτητα αν είναι δικαιούχος δύο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων (από δικό του δικαίωμα και από μεταβίβαση λόγω χηρείας)». Για να σημειώσει βέβαια, ο γνωστός δικηγόρος ότι η εγκύκλιος αντιμετωπίζει θετικά την περίπτωση που ο δικαιούχος της σύνταξης χηρείας δεν λαμβάνει σύνταξη από δικό του δικαίωμα ούτε εργάζεται, αλλά παίρνει δύο συντάξεις χηρείας (π.χ. από το Δημόσιο και το ΤΣΜΕΔΕ, γιατί ο θανών ήταν μηχανικός του Δημοσίου).
Στην περίπτωση αυτή, αντίθετα με την προσέγγιση που υπήρχε πριν την έκδοση της εγκυκλίου, ο δικαιούχος δεν θα έχει μετά την πάροδο της τριετίας περικοπή στη μία από τις δύο συντάξεις, αφού στην ουσία είναι δικαιούχος μιας σύνταξης που (ορθώς στην περίπτωση αυτή) απαρτίζεται από μία εθνική σύνταξη και δύο ανταποδοτικές.
Το δεύτερο αφορά όλες τις κατηγορίες των συντάξεων, όπου, ερμηνεύοντας τις σχετικές ρυθμίσεις, διατυπώνεται η άποψη ότι σε κάθε συνταξιούχο, ανεξαρτήτως του αριθμού και της αιτίας των συντάξεων που του καταβάλλονται, πρέπει να του καταβάλλεται μόνο μία εθνική σύνταξη, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 384 ευρώ. Και αυτό αφορά τόσο τις συντάξεις που απονεμήθηκαν με βάση το νόμο Κατρούγκαλου όσο και αυτές που έχουν ήδη επανυπολογισθεί ή επανυπολογίζονται.
«Η ερμηνεία αυτή», δηλώνει στο Euro2day.gr o κ. Μπούρλος, «έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενες προσεγγίσεις που θεωρούσαν ότι πρέπει να απονέμεται εθνική σύνταξη σε κάθε κατηγορία συντάξεως».
Το τρίτο, τέλος, αφορά τη χορήγηση των κατώτατων ορίων συντάξεων, που, κατά τα ισχύοντα, προβλέπονται μόνο για τις συντάξεις χηρείας και τις συντάξεις χηρείας από εργατικό ατύχημα. Διευκρινίζεται δε ότι απονέμεται ένα κατώτατο όριο (360 ή 384 ευρώ) στον σύζυγο και τον διαζευγμένο, το οποίο επιμερίζεται κατά το ποσοστό που δικαιούνται.
Στα παιδιά επίσης επιμερίζεται ένα κατώτατο όριο, εκτός από τα αμφοτεροπλεύρως ορφανά, όπου καθένα παίρνει το δικό του κατώτατο όριο. Στην περίπτωση, δε, του εργατικού ατυχήματος, το προβλεπόμενο κατώτατο όριο των 768 ευρώ επιμερίζεται στους δικαιούχους της σύνταξης χηρείας. Τέλος, χορηγείται ένα κατώτατο όριο, αν ο δικαιούχος λαμβάνει περισσότερες από μία συντάξεις χηρείας.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη νέα αυτή ερμηνεία για τη χορήγηση εθνικής σύνταξης, θα υπάρξουν μειώσεις στην καταβαλλόμενη σύνταξη σε αρκετές κατηγορίες συνταξιούχων, που θα ξεκινήσουν από την έκδοση της εγκυκλίου», επισημαίνει ο κ. Μπούρλος.
Κατά τη νομική του άποψη, «η εθνική σύνταξη δεν είναι μία προνοιακού τύπου προσθήκη στην απονεμόμενη σύνταξη, αλλά ένα βασικό και αναπόσπαστο μέρος (με τις διακρίσεις του νόμου ως προς το ύψος της) της απονεμόμενης «νέας» σύνταξης. Συνδέεται άρρηκτα με τη σύνταξη και όχι με τον δικαιούχο της σύνταξης». Για τον λόγο αυτό, υπογραμμίζει ο έγκριτος νομικός και για χρόνια εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ», πρέπει να απονέμεται άπαξ σε κάθε κατηγορία απονεμόμενων συντάξεων (π.χ. τόσο στη σύνταξη χηρείας όσο και στην εξ ίδιου δικαιώματος).
«Υπενθυμίζω δε ότι αυτή η προσθήκη της στην ανταποδοτική αποτέλεσε και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση των χαμηλών συντελεστών αναπλήρωσης των ανταποδοτικών συντάξεων, αφού με την προσθήκη βελτιώνεται ο συνολικός συντελεστής, ιδίως στις περιπτώσεις που έχουμε περιορισμένο αριθμό ετών ασφάλισης», επισημαίνει, για να συμπληρώσει ότι «αυτή είναι ορθή αλλά και σύμφωνη με τη λογική του νέου συστήματος αντιμετώπιση του θέματος, η οποία, εν πάση περιπτώσει, οδηγεί και σε αξιοπρεπές επίπεδο το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών».