Μέχρι χθες, κυβερνητικά στελέχη αναγνώριζαν το πρόβλημα του πληθωρισμού, συμπληρώνοντας, όμως, πως η Ελλάδα συνεχίζει να έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες στην ευρωζώνη. Έτσι ήταν.
Από χθες, το συμπληρωματικό στοιχείο των συγκριτικά καλύτερων επιδόσεων χάθηκε, με την Ελλάδα να περνά στον σκληρό πυρήνα των χωρών της ευρωζώνης με πληθωρισμό στα ύψη, ο οποίος, μάλιστα, αν επιβεβαιωθεί ο επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ, δεν θα είναι και τόσο παροδικός.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν χρόνια να ασχοληθούν με το πολιτικό κόστος της ακρίβειας. Η βαθιά ύφεση των μνημονιακών ετών συνοδεύτηκε από μακρά περίοδο αποπληθωρισμού ενώ το πέρασμα στην ανάπτυξη δεν πρόλαβε να γεννήσει ουσιαστικές ανατιμήσεις. Ήρθε η πανδημία και ισοπέδωσε τη ζήτηση.
Μετά όμως, η οικονομία «άνοιξε», μας χτύπησε την πόρτα η ενεργειακή κρίση και σε συνδυασμό με τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, ο πληθωρισμός άρχισε να σιγοκαίει.
Τώρα το σκηνικό είναι τελείως διαφορετικό. Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 13η θέση μεταξύ των 19 χωρών της ευρωζώνης στην κλίμακα πληθωριστικών πιέσεων τον Νοέμβριο, καθώς σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα έγραψε εναρμονισμένο δείκτη 4,3% (από 2,8% τον Οκτώβριο), υψηλό δεκαετίας (από τον Μάρτιο του 2011) έναντι 4,9% στην ευρωζώνη. Η αλήθεια είναι πως απέχουμε (ευτυχώς) πολύ από τη Λιθουανία, η οποία κρατά τα σκήπτρα με 9,3%, έχουμε απόσταση ασφαλείας από το 7,1% του Βελγίου και το 6% της Γερμανίας (υψηλό 30 ετών), αλλά υπάρχει παράλληλα ουσιαστική απόσταση και από το 4% της Ιταλίας ή ακόμα περισσότερο από το 2,7% της Πορτογαλίας . Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, ο χαμηλότερος πληθωρισμός σημειώθηκε τον Νοέμβριο στη Μάλτα, με 2,3% σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
Το τμήμα αναλύσεων της Tράπεζας Πειραιώς πρόσφατα παρατηρούσε «διαφορά φάσης» στον πληθωρισμό ευρωζώνης - Ελλάδας, καταγράφοντας το γεγονός ότι έως τον περασμένο Απρίλιο στην Ελλάδα η πορεία των τιμών ήταν αρνητική. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Πειραιώς μάλιστα, «στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2,5% για ολόκληρο το 2021 και στη συνέχεια θα ακολουθήσει πτωτική πορεία καθ’ όλο το 2022, με αποτέλεσμα ο μέσος πληθωρισμός το 2022 να κυμανθεί κοντά στο 2,0%. Αντίθετα η ανοδική πορεία των τιμών μόλις τώρα αρχίζει να γίνεται αισθητή στην ελληνική οικονομία. Εάν τα πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τις προβλέψεις του στατιστικού μας υποδείγματος, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι πιθανό να διατηρηθεί σε επίπεδα άνω του 4% έως το τέλος του 2ου τριμήνου 2022 και μετά θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται με ταχείς ρυθμούς. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι ο πληθωρισμός θα κινηθεί στα επίπεδα του 1,2% το 2021, αλλά θα σκαρφαλώσει στο 3,8% το 2022».
Οι παραπάνω προβλέψεις δημοσιεύθηκαν στις 9 Νοεμβρίου. Από τότε, οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη. Για παράδειγμα στις 9 Νοεμβρίου, η τιμή του Brent ήταν κοντά στα 85 δολάρια το βαρέλι και χθες κατρακύλησε έως και τα 67,5 δολάρια, εν μέσω ανησυχίας για τις επιπτώσεις της μετάλλαξης Όμικρον στην παγκόσμια οικονομία. Αν αποδειχθεί τις επόμενες ημέρες ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά έναντι της νέας παραλλαγής, οι τιμές δεν θα αργήσουν να ανέβουν και πάλι. Αν όχι, ο δρόμος της πτώσης έχει αποδειχθεί μακρύς μεν αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ σύντομος…
Ξέχωρα από τις τιμές του πετρελαίου, ακολουθώντας άλλο δρόμο, με τη συνδρομή γεωπολιτικών παιχνιδιών και παραμέτρων, το φυσικό αέριο συνεχίζει να πυροδοτεί την ενεργειακή κρίση, με τις τιμές να ξεπερνούν χθες και πάλι τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Επιπρόσθετα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν χθες για την Ελλάδα άλμα στις τιμές παραγωγού στη βιομηχανία 23,5% τον Οκτώβριο σε δωδεκάμηνη βάση, με τις τιμές των εισαγομένων πολλαπλάσιες και ιδιαίτερα υψηλές σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων πέραν της ενέργειας (κυρίως μέταλλα, πλαστικά, ηλεκτρολογικά αλλά και τρόφιμα).
Ο πληθωρισμός μάλλον δεν θα είναι και τόσο παροδικός.