Ο Όμιλος Intrum δημοσιεύει την 9η έκδοση του European Consumer Payment Report 2021, με στόχο την ενημέρωση για τις απόψεις των Ευρωπαίων καταναλωτών σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές και την ικανότητά τους να διαχειρίζονται τα οικονομικά των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η Ελλάδα βρέθηκε σε κρίση το 2020 ως συνέπεια της πανδημίας. Ωστόσο, η ελληνική οικονομία σημείωσε ανάκαμψη κατά 3,4% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη τους επόμενους μήνες. Παρά την πίεση, σημαντικές είναι οι νέες τάσεις που αναδεικνύονται και ενισχύονται λόγω της πανδημικής κρίσης και συγκεκριμένα: η ανάγκη για βελτίωση της προσωπικής οικονομικής διαχείρισης, η ενίσχυση του οικονομικού αλφαβητισμού και αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες όπως είναι το ενδιαφέρον για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Τα κυριότερα σημαντικά σημεία που αναδεικνύονται από το European Consumer Payment Report της Intrum για την Ελλάδα είναι:
Διαπιστώνεται οικονομική πίεση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών εξαιτίας της κρίσης Covid-19.
• Περισσότεροι από 6 στους 10 ερωτηθέντες στην Ελλάδα δεν διαπίστωσαν αλλαγές στην εργασιακή τους κατάσταση.
• Περισσότεροι από τους μισούς δήλωσαν ότι η οικονομική τους κατάσταση παρέμεινε η ίδια ή βελτιώθηκε, που σε σημαντικό ποσοστό αποδίδεται στη μείωση των εξόδων λόγω των περιοριστικών μέτρων (47%), στην αλλαγή εργασίας σε καλύτερα αμειβόμενη θέση (30%) και στη βελτίωση της προσωπικής οικονομικής διαχείρισης (30%).
• Ως κύριες πηγές ανησυχίας αναφέρονται η αύξηση του πληθωρισμού (86%) και το ενδεχόμενο επιβολής νέων περιοριστικών μέτρων (lockdown) (77%).
• Όσον αφορά την αύξηση των λογαριασμών, διαπιστώνεται μικρή μείωση της ανησυχίας σε σύγκριση με το 2020. Ωστόσο, 51% των ερωτηθέντων (το αντίστοιχο ποσοστό για το 2020 ήταν 55%) δηλώνουν ότι έχουν καθυστερήσει να πληρώσουν έναν ή περισσότερους λογαριασμούς, ποσοστό που υπερβαίνει κατά 21% τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
• Όσον αφορά τον αντίκτυπο της κρίσης Covid-19, το 17% των καταναλωτών στην Ελλάδα πιστεύει ότι θα έχει αρνητική επίπτωση τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες ενώ το 35% προβλέπει ότι η οικονομική τους κατάσταση θα επιστρέψει σε κανονικούς ρυθμούς σε δύο χρόνια.
• Περίπου 1 στους 10 (11%) δεν γνωρίζει το ακριβές ύψος των οφειλών του.
Αξιοσημείωτη είναι η σημαντική στροφή των καταναλωτών σε πρωτοβουλίες για καλύτερη διαχείριση των προσωπικών οικονομικών και αποταμίευση για το μέλλον με τον οικονομικό αλφαβητισμό να καταγράφεται ως ανερχόμενη νέα τάση.
• 1 στους 4 ερωτηθέντες (25%) δηλώνει ότι αντιμετωπίζει την πανδημία ως την τέλεια ευκαιρία για να βελτιώσει τα οικονομικά του.
• Περίπου 6 στους 10 άνδρες και γυναίκες δηλώνουν ότι καταφέρνουν να αποταμιεύσουν κάθε μήνα. Σύμφωνα με τη Eurostat, τα συνολικά ποσοστά αποταμιεύσεων στην Ελλάδα αυξήθηκαν την περίοδο 2020-2021.
• Το 65% εκτιμά ότι η κρίση Covid-19 δεν θα είναι η μόνη κρίση που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του και επιθυμεί να διασφαλίσει ότι θα είναι σε ισχυρότερη οικονομική θέση στο μέλλον.
• Περίπου 78% των καταναλωτών δηλώνουν ότι έχουν λάβει αρκετή ή εξαιρετική εκπαίδευση για χρηματοοικονομικά ζητήματα. Παρ' όλα αυτά, το 27% δεν αντιλαμβάνεται πως τα αρνητικά επιτόκια μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική του ευημερία.
• Η Ελλάδα έλαβε τη δεύτερη υψηλότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών όσον αφορά το τεστ μαθηματικών στο πλαίσιο της έρευνας που ζητούσε από τους ερωτώμενους να υπολογίσουν πόσο ένα τραπεζικό επιτόκιο επηρεάζει τις αποταμιεύσεις τους κατά την πάροδο του χρόνου.
Δεύτερη και σημαντική νέα τάση είναι το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη βιώσιμη ανάπτυξη και η στροφή σε προϊόντα και υπηρεσίες από κοινωνικά υπεύθυνες εταιρίες αλλά και η επίδραση της πανδημίας στις καταναλωτικές συνήθειες.
• Επτά στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι πλέον αγοράζουν λιγότερα αγαθά και επιλέγουν να ζουν πιο απλά.
• Περισσότεροι από 6 στους 10 ερωτώμενους δήλωσαν ότι δεν θα αγόραζαν προϊόντα εταιρείας που δεν είναι περιβαλλοντικά υπεύθυνη, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 52%.
• Το ενδιαφέρον για τη βιώσιμη ανάπτυξη οδηγεί 7 στους 10 ερωτηθέντες σε μείωση της κατανάλωσης, με τα υψηλότερα ποσοστά να σημειώνονται στις ηλικιακές ομάδες 18-44.