«Θολό» φαίνεται να είναι το τοπίο για τις έρευνες υδρογονανθράκων ακόμη και στη «ναυαρχίδα» των παραχωρήσεων, την Κρήτη.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) Αριστοφάνης Στεφάτος, στη χθεσινή ενημερωτική συνάντηση με δημοσιογράφους, γνωστοποίησε ότι βρίσκεται σε επαφή με την κοινοπραξία των Total-ExxonMobil-ΕΛ.ΠΕ., από την οποία αναμένει ενημέρωση για τον χρόνο εκκίνησης της πρώτης φάσης των ερευνών, που έχει να κάνει με τις σεισμικές έρευνες στις δύο θαλάσσιες περιοχές, νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Όπως είπε, μάλιστα, έχει συμφωνηθεί με την κοινοπραξία περιθώριο για τα γεωφυσικά μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, ενώ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο, στην περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, να δοθεί και νέα παράταση.
«Είναι το τελευταίο παράθυρο που έχουμε συμφωνήσει με την κοινοπραξία για τη συγκεκριμένη φάση του ερευνητικού της προγράμματος», είπε ο κ. Στεφάτος. «Οι νέοι επενδυτικοί κανόνες με βάση τα περιβαλλοντικά κριτήρια, η πανδημία αλλά και η απομάκρυνση της Ευρώπης από τον τομέα των υδρογονανθράκων έχει προκαλέσει συνολικά τριγμούς στον κλάδο της πετρελαϊκής βιομηχανίας». Για να καταλήξει: «Αναμένουμε να μας ενημερώσουν για το επενδυτικό τους πλάνο. Ευελπιστώ ότι θα έρθουν με θετικά νέα».
Ωστόσο, ο CEO της ΕΔΕΥ διατύπωσε την εκτίμηση ότι η σημερινή συγκυρία, με τις τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου για την Ευρώπη να έχουν αυξηθεί κατά 250% από τις αρχές του έτους, επαναφέρει με ένταση στο προσκήνιο τον κρίσιμο ρόλο του τα επόμενα χρόνια, ως καυσίμου-γέφυρας για την ενεργειακή μετάβαση και καθιστά επιτακτική την ανάγκη για την Ελλάδα να αποκτήσει σαφήνεια για τα δικά της δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου.
«Η χρήση του δεν ανταγωνίζεται τους στόχους για τη διείσδυση των ΑΠΕ», υποστήριξε. «Δεν υπάρχει δίλημμα "φυσικό αέριο ή ΑΠΕ". Το φυσικό αέριο είναι σημαντικός εταίρος για την ενεργειακή μετάβαση, την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση σημαντικών οικονομικών και γεωστρατηγικών ευκαιριών». Γι’ αυτό έκρινε ότι «σήμερα είναι πιο σημαντικό από ποτέ να αναδειχθούν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την "κεφαλαιοποίηση" των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της».
Σύμφωνα με μελέτες της ΕΔΕΥ, η δυνητική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ. «Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αξία των αποθεμάτων της Ελλάδας, μέχρι να αποκτήσουμε σαφήνεια», είπε ο κ. Στεφάτος. «Κάτι που μπορούμε να πετύχουμε ενθαρρύνοντας τους επενδυτές να προχωρήσουν στις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες, που δεν έχουν κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο. Εάν μπορεί να διαθέτουμε δυνητικά αποθέματα φυσικού αερίου αξίας 250 δισ. ευρώ, δεν πρέπει να το ξέρουμε;».
Ο ίδιος ανακοίνωσε ότι η ΕΔΕΥ έχει δημιουργήσει ένα operator forum, μέσω του οποίου συζητά και συνδιαμορφώνει με τους επενδυτές που έχουν αναλάβει περιοχές για έρευνα και νέες ευκαιρίες ανάπτυξης στον ελληνικό χώρο. Οι μεγάλοι πετρελαϊκοί όμιλοι, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις στον τομέα, διαφοροποιούν τα χαρτοφυλάκιά τους, αναπτύσσοντας ΑΠΕ και νέες τεχνολογίες όπως υδρογόνο και δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα.
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε», είπε ο κ. Στεφάτος, «ότι ο κλάδος πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει σημαντικές συνέργειες με πολλές από τις τεχνολογίες αυτές. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το 60% της τεχνογνωσίας που χρησιμοποιείται για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα προέρχεται από τις υπεράκτιες πλατφόρμες εξόρυξης υδρογονανθράκων, ενώ αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί και να μεταφερθεί αξιοποιώντας τις υφιστάμενες υποδομές φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει στους επενδυτές μια μοναδική ευκαιρία να αποκομίσουν οφέλη από τα δυνητικά κοιτάσματα φυσικού αερίου, τοποθετούμενοι παράλληλα στην ανάπτυξη των νέων, πράσινων τεχνολογιών του μέλλοντος».