Η πολύ υψηλή ζήτηση, που ξεπέρασε τα 15,5 δισ. ευρώ, επέτρεψε στον ΟΔΔΗΧ να δανειστεί 2,5 δισ. ευρώ με ευνοϊκούς όρους.
Τα βιβλία προσφορών άνοιξαν με το αρχικό guidance σε ό,τι αφορά την απόδοση να διαμορφώνεται στο Mid Swap συν 43 μονάδες βάσης ή 0,1%, για την επανέκδοση (re-opening) του 5ετούς τίτλου και Mid Swap +145 μονάδες βάσης ή απόδοση 1,75% για το 30ετές. Στη συνέχεια όμως η προσφορά οδήγησε σε μείωση του κόστους, με το 30ετές να κλείνει με επιτόκιο 1,675% και το 5ετές κοντά στο μηδέν (0,020%).
Οσον αφορά στη σύνθεση των επενδυτών, το 82% προήλθε από το εξωτερικό, ενώ το 18% από την Ελλάδα.
Ειδικότερα για το 5ετές ομόλογο, το 81% ήταν θεσμικοί, με το 85% να προέρχεται από το εξωτερικό και το 15% από την Ελλάδα. Για το 30ετές ομόλογο το 88% ήταν θεσμικοί επενδυτές.
Οπως έγραψε νωρίτερα το Euro2day.gr, η διπλή επανέκδοση ομολόγων στην οποία προχωρά ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, με τα ταμειακά διαθέσιμα στα ύψη και την οικονομία σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης, αναγιγνώσκεται από την αγορά ως κίνηση τακτικής, όπως εκτιμούν οι αναλυτές.
Μια κίνηση η οποία, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, στόχο έχει να τονώσει τη ρευστότητα στα δύο σημεία της καμπύλης, στην πενταετία και την τριακονταετία, καθώς η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά, με την καταλυτική συνδρομή και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα ταμειακά διαθέσιμα κινούνται τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με πληροφορίες, μεταξύ 35 και 37 δισ. ευρώ, την ώρα που η ρευστότητα στην 30ετία είναι σήμερα 2,5 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ στην πενταετία, με αποτέλεσμα «το χαρτί να είναι περιορισμένο». Στόχος της διπλής επανέκδοσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι απλώς η αύξηση της ρευστότητας στα συγκεκριμένα σημεία.
Νωρίτερα, μιλώντας στην ΕΡΤ, ο Θ. Σκυλακάκης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο με τα νέα κεφάλαια που αντλήθηκαν το Δημόσιο να προχωρήσει σε επαναγορά χρέους που έχει εκδώσει παλαιότερα και το οποίο έχει υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης.
Χρήστος Σταϊκούρας
«Η Ελλάδα, σήμερα, προχώρησε για πρώτη φορά σε ταυτόχρονη έκδοση δύο ομολογιακών τίτλων. Στην έκδοση 5ετούς και 30ετούς ομολόγου», σημειώνει σε δήλωσή του ο Χρήστος Σταϊκούρας.
«Και το έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία, αφού και οι δύο αυτές εκδόσεις προσέλκυσαν ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση, είχαν εξαιρετική ποιότητα και κατέγραψαν ιστορικά χαμηλές αποδόσεις. Συγκεκριμένα, η έκδοση του 5ετούς ομολόγου έγινε με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, που αποτελεί νέο ιστορικό χαμηλό -ανεξαρτήτως διάρκειας-, ενώ αυτή του 30ετούς ομολόγου έγινε με επιτόκιο χαμηλότερο από την προηγούμενη έκδοση, η οποία είχε πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 2021.
Η διπλή αυτή έξοδος, από την οποία το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε συνολικά 2,5 δισ. ευρώ, πραγματοποιήθηκε παρότι έχει καλυφθεί ο φετινός στόχος του δανειακού προγράμματος.
Όμως, η αυξημένη ζήτηση για ελληνικούς ομολογιακούς τίτλους, και μάλιστα από μεγάλη μερίδα θεσμικών επενδυτών, έδωσε την ευκαιρία στη χώρα να βελτιώσει τη ρευστότητα της καμπύλης αποδόσεων σε ακόμη δύο σημεία, αντλώντας, παράλληλα, κεφάλαια με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους.
Η μεθοδική δουλειά του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, η υπεύθυνη και αποδοτική οικονομική πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών και το συνολικό έργο της Ελληνικής Κυβέρνησης, αποφέρουν θετικά αποτελέσματα και αναγνωρίζονται, για ακόμη μία φορά, έμπρακτα, από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Από τον Ιούλιο του 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει αντλήσει -συνολικά- 30 δισ. ευρώ από τις αγορές, εκ των οποίων τα 23,5 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Έτσι, παρά τις αυξημένες δυσκολίες και την πρωτόγνωρη αβεβαιότητα -σε διεθνές επίπεδο- καταφέρνουμε να διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας σε ασφαλές ύψος. Το Υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα συνεχίσουμε την υλοποίηση μίας έξυπνης και διορατικής εκδοτικής στρατηγικής, με συνεπή παρουσία στις διεθνείς αγορές.
Όλοι μαζί λειτουργούμε με σχέδιο, υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα, ώστε να περιορίσουμε, όσο γίνεται περισσότερο, τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και κάθε άλλης εξωγενούς δοκιμασίας, να ενισχύσουμε περαιτέρω την ανάκαμψη της οικονομίας και να οικοδομήσουμε στέρεες βάσεις για την επίτευξη ισχυρής, βιώσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης».