Το μακρύ δρόμο που διένυσε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τους πρώτους μήνες της φετινής χρονιάς, εν μέσω πανδημίας, εν μέσω πανδημίας δείχνουν τα αποτελέσματα των stress test που ανακοινώθηκαν το βράδυ της Παρασκευής και αφορούσαν τα δεδομένα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στις 21 Δεκεμβρίου 2020. Και αυτό γιατί, όπως προέκυψε από τα στοιχεία αλλά και τις ανακοινώσεις των μεγάλων συστημικών τραπεζών, οι κεφαλαιακοί δείκτες ανεβαίνουν σημαντικά, τόσο στο βασικό, όσο και στο δυσμενές σενάριο, αν ληφθούν υπόψη οι κινήσεις που έγιναν το 2021.
Για την Πειραιώς το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 480 μονάδες βάσης για την τριετή περίοδο που λήγει το 2023. Οι δείκτες κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για το τέλος του έτους 2023 διαμορφώνονται σε 8,6% για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων και 6,5% για τον δείκτη CET1. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση περίπου 610 μονάδων βάσης κατά το έτος με τη μεγαλύτερη επίπτωση (2021).
Ωστόσο η άσκηση βασίσθηκε στην παραδοχή στατικού ισολογισμού και δεν λαμβάνει υπόψη πρωτοβουλίες της φετινής χρονιάς. Στο πλαίσιο του σχεδίου «Sunrise», η Πειραιώς ολοκλήρωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου €1,38 δισ. και έκδοση ομολόγου AT1 ύψους €0,6 δισ. κατά το δεύτερο τρίμηνο 2021. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτές τις ενέργειες, οι κεφαλαιακοί δείκτες με πλήρη ενσωμάτωση της Βασιλείας ΙΙΙ κάτω από το δυσμενές σενάριο για το 2023 ανέρχονται σε περίπου 13,5% σε όρους συνολικών κεφαλαίων και περίπου 10,0% σε όρους κεφαλαίων CET1, σύμφωνα με pro forma υπολογισμούς της Πειραιώς.
Ανάλογη εικόνα και στην Εθνική Τράπεζα. Υπό το Δυσμενές σενάριο, σημειώθηκε μέγιστη αρνητική επίπτωση 6,4% στο δείκτη CET1 FL το 2022, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 6,4% το 2023. Όμως λαμβανομένων υπόψη των κινήσεων του 2021, τα ποσοστά ανεβαίνουν σημαντικά.
Ο δείκτης CET1 FL του Ομίλου την 31 Μαρτίου 2021 διαμορφώθηκε σε 14% (pro-forma, συνυπολογίζοντας τα κέρδη της περιόδου), υπερβαίνοντας κατά 120μ.β. αντίστοιχα το επίπεδο εκκίνησης της Άσκησης Προσομοίωσης Ακραίων Συνθηκών. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, συνολικού ύψους περίπου 170 μ.β. Σύμφωνα με τους pro-forma υπολογισμούς της Τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας αυξάνεται κατά σχεδόν 300 μ.β.
Στην Alpha Bank υπό το δυσμενές σενάριο, ο Μεταβατικός Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1 transitional ratio) ανήλθε στο 8,4% για το έτος 2023, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης του πιστωτικού κινδύνου. Το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) ανήλθε στο 8,3% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) διαμορφώθηκε στο 6,1%.
Τα παραπάνω, όμως, δεν περιλαμβάνουν την κεφαλαιακή ενίσχυση (έκδοση κεφαλαίων κατηγορίας II, Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου) και την εξυγίανση του ισολογισμού (συναλλαγή Galaxy), γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2020. Pro forma υπό το δυσμενές σενάριο, το 2023, ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (CET1 fully loaded ratio) ήταν 10,2% και ο Δείκτης Μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων (Leverage ratio fully loaded) ανήλθε στο 7,6%.
Από την πλευρά της η Eurobank είχε προχωρήσει σε εμπροσθοβαρείς κινήσεις μείωσης των κόκκινων δανείων. Στην άσκηση υπό το Δυσμενές σενάριο, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 μειώνεται κατά 433 μ.β. στο τέλος του 2023 και κατά 517μ.β. στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Κατά συνέπεια, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 διαμορφώνεται σε 7,6% στο τέλος του 2023 και σε 6,8% στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Ο μεταβατικός δείκτης CET 1 στο τέλος του 2023 διαμορφώνεται στο 8%.
Πηγές της τράπεζας επισημαίνουν ότι η τράπεζα Eurobank είχε τη χαμηλότερη απομείωση κεφαλαίου (433μβ στο τέλος του 2023 και 517μβ στο χειρότερο σημείο) από όλες τις ελληνικές τράπεζες, καθώς έχει ολοκληρώσει από τις 31/12/2020 το μέγιστο μέρος του εμπροσθοβαρούς σχεδίου εξυγίανσης του ισολογισμού και απαλλαγής του από τα κόκκινα δάνεια. Έτσι ήταν η μόνη ελληνική τράπεζα που με βάση την παράμετρο της απομείωσης κεφαλαίων κατατάχθηκε στην δεύτερη κατηγορία, αμέσως μετά τις ισχυρότερες τράπεζες της Ευρώπης, συμπληρώνουν.
Η επίδοση αυτή, κατά τις ίδιες πηγές, δημιουργεί εύλογη προσδοκία για μείωση από τον SSM, εντός του έτους, του ελάχιστου δείκτη κεφαλαίων. Μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει σημαντικά τις δυνατότητες της Τράπεζας για ανάπτυξη και επέκταση των εργασιών της.