Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση Global Wealth Report της Credit Suisse, τμήμα της οποίας αναφέρεται στο πρόσφατο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank. Μερικά από τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη συγκεκριμένη έκθεση είναι τα παρακάτω:
Πρώτον, τα ελληνικά νοικοκυριά αύξησαν τον πλούτο τους εν μέσω πανδημίας (το 2020) αλλά όχι τόσο πολύ όσο τα νοικοκυριά της Ευρώπης (+3,8% για την Ελλάδα, +9,8% για την Ευρώπη).
Για να ορίσουμε τον πλούτο των νοικοκυριών προσθέτουμε τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά τους στοιχεία (πχ μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια, καταθέσεις) και τα μη χρηματοοικονομικά τους περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα) και από το άθροισμα αφαιρούμε το σύνολο του ιδιωτικού χρέους.
Δεύτερον, το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά αύξησαν τον πλούτο τους το 2020 οφείλεται αφ’ ενός στα προγράμματα στήριξης των κυβερνήσεων σε μια εποχή αναγκαστικά χαμηλής κατανάλωσης εξ’ αιτίας των περιοριστικών μέτρων και αφ’ ετέρου στην ανοδική πορεία που κατέγραψαν οι τιμές των μετοχών των ομολόγων και των οικιστικών ακινήτων.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα το +3,2% της αύξησης του πλούτου των νοικοκυριών προέρχεται από: α) Ένα +5,6% στον χρηματοοικονομικό πλούτο, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν και οι ανεβασμένες καταθέσεις κατά 10 δισ. ευρώ, ή κατά 8,6% β) Ένα +1,6% στον μη χρηματοοικονομικό πλούτο, λόγω κυρίως της ανατίμησης των οικιστικών ακινήτων γ) Την οριακή μόνο (κατά 0,3%) αύξησης του ιδιωτικού χρέους μέσα στο 2020.
Τρίτον, στο ερώτημα του «πόσο πλούσιος είναι ο Έλληνας», η απάντηση είναι πως κάθε ενήλικας Έλληνας κατέχει κατά μέσο όρο καθαρά περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία τα 100 χιλιάδες δολάρια.
Τέταρτον, το ποσό αυτό παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από ενήλικα σε ενήλικα. Για παράδειγμα γύρω στο 20%-22% των ενηλίκων διαθέτει πλούτο χαμηλότερο των 10.000 δολαρίων, περίπου το 50% μεταξύ 10.000 και 100.000 δολαρίων, το 25% μεταξύ 100.000 και 1.000.000 δολαρίων, ενώ μεγαλύτερο πλούτο κατέχει λιγότερο από 1% των ενηλίκων.
Πέμπτο, περίπου το 70% του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών είναι τοποθετημένο σε ακίνητα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη βρίσκεται μόνο στο 55%.
Έκτο, κατά τα χρόνια της μακράς οικονομικής κρίσης ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών περιορίστηκε δραστικά (από περίπου 170 χιλ. δολάρια το 2007 ανά ενήλικο άτομο γύρω στα 120 χιλ. του 2020), όταν τα αντίστοιχα ποσά σε άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία (που επλήγησαν από την κρίση) σημείωσαν άνοδο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και σήμερα υπερβαίνουν τα 200 χιλ. δολάρια.
Έβδομο, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δεν είναι περισσότερο χρεωμένο από το μέσο ευρωπαϊκό. Ειδικότερα, το χρέος των νοικοκυριών αντιστοιχεί στην Ελλάδα στο 59% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 63%. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί πως μεγαλύτερο δείκτη ιδιωτικού χρέους έχουν χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα από αυτό της Ελλάδας. Επίσης, το χρέος των νοικοκυριών ως προς το ποσοστό του καθαρού πλούτου τους είναι χαμηλότερο στη χώρα μας (στο 12,2%) σε σχέση με την Ευρώπη (13%).
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως από το 2007 έως σήμερα τα ελληνικά νοικοκυριά είδαν τον πλούτο τους να μειώνεται δραστικά, όταν οι άλλοι Ευρωπαίοι έβλεπαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων να ανεβαίνει (διεύρυνση του προϋπάρχοντος χάσματος). Ακόμη και μέσα στο 2020 όπου ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε, αυτό έγινε με ρυθμό προόδου πολύ μικρότερο από το μέσο ευρωπαϊκό.
Σημαντικό πρόβλημα για την Ελλάδα εστιάζεται και στην κατανομή του πλούτου, καθώς μπορεί οι μέσοι όροι περιουσιακών στοιχείων και ιδιωτικού χρέους να δείχνουν σχετικά ικανοποιητικοί, ωστόσο ένα πολύ σημαντικό τμήμα των νοικοκυριών διαθέτει μικρής αξίας περιουσιακά στοιχεία και παράλληλα είναι εκτεθειμένο σε σημαντικό ιδιωτικό χρέος.