Προβληματισμό για τη χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων προκαλούν στις τράπεζες τα στοιχεία μεταβιβάσεων ακινήτων των τελευταίων μηνών, καθώς δείχνουν ότι περίπου 7 στις 10 αγορές διενεργούνται χωρίς λήψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά με αποκλειστική χρήση ιδίων κεφαλαίων.
Η προοπτική αύξησης των αντικειμενικών αξιών οδήγησε σε άνοδο των μεταβιβάσεων ακινήτων. Με βάση τα στοιχεία εξαμήνου, ο αριθμός των μεταβιβάσεων ξεπέρασε τις 101 χιλιάδες από 72 χιλιάδες το αντίστοιχο περσινό διάστημα και 99 χιλιάδες το πρώτο εξάμηνο του 2019.
Η παραπάνω θετική τάση δεν αντιστοιχίζεται, όμως, με ισόποση αύξηση στις χορηγήσεις στεγαστικών δανείων. Μέρος μόνο των συναλλαγών για αγορά ακινήτου χρηματοδοτήθηκε, τους προηγούμενους μήνες -και- από λήψη δανεισμού. Οι υπόλοιπες διενεργούνται, όπως όλα δείχνουν, με αποκλειστική χρήση ιδίων κεφαλαίων ή δανεικών/δωρεών από την οικογένεια.
Οι λόγοι, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, είναι, σε σημαντικό βαθμό, συγκυριακοί. Ο συνδυασμός εξόδου της χώρας από την πολυετή κρίση και του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων στις καταθέσεις οδήγησε αρκετές οικογένειες στην απόφαση να συνδράμουν οικονομικά τα νεότερα μέλη τους, για την απόκτηση ακινήτου, κάνοντας χρήση αποταμιεύσεων.
Ταυτόχρονα, μετά από σιγή ενός έτους, έχουν επανέλθει οι αγορές ακινήτων από ξένους, είτε μέσω «Χρυσής Βίζας» είτε όχι. Πρόκειται για συναλλαγές που δεν λαμβάνουν δανεισμό από εγχώριες τράπεζες. Τέλος, εντός των στοιχείων μεταβιβάσεων περιλαμβάνονται αρκετές γονικές παροχές.
Η επικείμενη αύξηση των αντικειμενικών αξιών επίσπευσε τις συναλλαγές, ενώ η μείωση βασικών καταναλωτικών συνηθειών και τα προγράμματα κυβερνητικής στήριξης, λόγω πανδημίας, αύξησαν τα ταμειακά διαθέσιμα των νοικοκυριών, υποβοηθώντας την απόφαση χρηματοδότησης, με ίδια μέσα, της αγοράς ακινήτου.
Τραπεζικά στελέχη θεωρούν βέβαιο ότι προϊόντος του χρόνου, οι αγορές ακινήτου με αποκλειστική χρήση equity θα υποχωρήσουν καθώς ήδη παρατηρείται αισθητή αύξηση της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια.
Οι ίδιοι εκτιμούν ότι οι νέες εκταμιεύσεις θα ανέβουν, ετησίως, από τα επίπεδα των 300 με 400 εκατ. ευρώ σε αυτά των 2 με 3 δισ. ευρώ σε βάθος διετίας και θα φθάσουν, μακροπρόθεσμα, στα 6 με 7 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι στην κορύφωση της δεκαετίας 2000-2010, οι εγχώριες τράπεζες έδιναν περίπου 15 με 16 δισ. ευρώ στεγαστικά δάνεια ετησίως, επίπεδα που θεωρούνται πλέον απλησίαστα.
Ανάγκη επανεξέτασης των πιστοδοτικών κριτηρίων
Από την άλλη, υπάρχουν στελέχη που δηλώνουν ότι ακόμη και αν η τάση είναι συγκυριακή, θα πρέπει να προβληματίσει τις τράπεζες, ώστε να προβούν σε επανεξέταση των πιστοδοτικών τους κριτηρίων αλλά και της εμπορικής τους πολιτικής.
Σύμφωνα με τους ίδιους, ενδέχεται, λόγω της πολυετούς κρίσης, να έχει επικρατήσει μια εξόχως συντηρητική προσέγγιση στα κριτήρια βάσει των οποίων χαρακτηρίζεται αξιόχρεος ένας πελάτης.
Πιέζουν επομένως προς την κατεύθυνση επανεξέτασής τους, υπό την οπτική του άριστου μεγέθους. Στόχος, όπως υπενθυμίζουν, είναι να «σκάει» το 1 με 2% των νέων χορηγήσεων και όχι να επιτυγχάνονται σχεδόν μηδενικές ροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ως αποτέλεσμα, όμως, ιδιαίτερα «σφικτών» κριτηρίων.
«Δεν γίνεται», αναφέρουν χαρακτηριστικά, «να θεωρείται ότι δεν πληροί το σύνολο των κριτηρίων αυτοαπασχολούμενος, ο οποίος εμφανίζει, την τελευταία τριετία-πενταετία, σταθερά εισοδήματα από μπλοκάκι, επειδή οι μηνιαίες αποδοχές του είναι ακανόνιστες και επομένως να ζητείται μεγαλύτερη ιδία συμμετοχή».
Τέλος, θα πρέπει να μειωθεί η... χαρτούρα, που συνοδεύει μια συναλλαγή ακινήτου καθώς και τα επιτόκια χορηγήσεων, τα οποία ενσωματώνουν ένα premium, για τον κίνδυνο χώρας, δυσανάλογα υψηλότερο από αυτό που πληρώνουν οι τράπεζες για καταθέσεις.
Oι ανησυχίες για τα χαρακτηριστικά των Millennials
Το μεγάλο στοίχημα που έχουν μπροστά τους οι τράπεζες στον τομέα της λιανικής τραπεζικής είναι να «αγκαλιάσουν» τη γενιά των Millennials. Πρόκειται για όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 1980 και 1995 και με βάση πολλές διεθνείς έρευνες και μελέτες, εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά σε στάσεις και συμπεριφορές προς τις υπηρεσίες του χρηματοοικονομικού τομέα, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.
Με δεδομένο ότι βγήκαν στην αγορά εργασίας είτε λίγο πριν την κρίση χρέους είτε μέσα σε αυτή, είχαν, την προηγούμενη 10ετία, ελάχιστη επαφή με δανειακά προγράμματα τραπεζών. Δεν έκαναν χρήση καταναλωτικών δανείων και είχαν/έχουν λελογισμένη χρήση πιστωτικών καρτών.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Synergon Partners, δείχνουν μεγάλη αποστροφή στην ανάληψη κινδύνου και στέκονται με επιφύλαξη απέναντι στις έννοιες επένδυσης και δανεισμού, παρότι αντιλαμβάνονται ότι η σχέση με τις τράπεζες αποτελεί σημαντική πτυχή της ζωής τους και αναγνωρίζουν ότι η πρόσβαση σε καλές τραπεζικές υπηρεσίες αποτελεί παράγοντα βελτίωσης της ζωής τους.
Το γεγονός ότι την τελευταία 10ετία υπήρξαν δέκτες συνεχών αναφορών για «κόκκινα» δάνεια και προσωπικών ιστοριών από μέλη του οικογενειακού περιβάλλοντος ή του κοινωνικού περίγυρου, δικαιολογεί την παραπάνω επιφύλαξη, η οποία εντείνεται από το γεγονός ότι προσδοκούν σε χαμηλότερα επιτόκια από αυτά που είναι έτοιμο να τους χρεώσει το τραπεζικό σύστημα.
Αποτελώντας περίπου το 20% του πληθυσμού της χώρας και το ένα τρίτο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξελίσσονται, σταδιακά, σε βασική ενεργή πελατεία των τραπεζών. Αν οι τράπεζες δεν καταφέρουν να τους προσεγγίσουν, θα δουν την πελατεία τους να φθίνει ηλικιακά και τους στόχους πιστωτικής επέκτασης και κερδοφορίας να τίθενται επ’ αμφιβόλω.
Υπενθυμίζεται ότι οι εγχώριες τράπεζες έχουν αντλήσει από το ευρωσύστημα 47 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, με αρνητικά επιτόκια από 0,5% ως 1%.