Μεταξύ 3,6% και 4,8% θέτει τον πήχη της ανάπτυξης φέτος στην ελληνική οικονομία το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), εγκαταλείποντας το βασικό σενάριο για μεγέθυνση με ρυθμό 2,7%.
Στην έκθεσή του, το ΓΠΚΒ χαρακτηρίζει «ενθαρρυντικές, δεδομένων των συνθηκών» τις οικονομικές εξελίξεις το πρώτο τρίμηνο, καταγράφοντας εκτός από τη συγκράτηση της ύφεσης, σταθεροποίηση της ανεργίας, περιορισμό του αποπληθωρισμού, βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και «αξιοσημείωτη επιτυχία» στην πρόσφατη έκδοση του δεκαετούς ομολόγου.
Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται και μια σειρά βραχυπρόθεσμων προκλήσεων κυρίως στο μέτωπο της πανδημίας και κατ’ επέκταση στην πορεία του τουρισμού ενώ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι μεγαλύτερες προκλήσεις συναρτώνται με την απόσυρση των μέτρων στήριξης και την αποτελεσματική απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στη διάρκεια παρουσίασης της έκθεσης, αρμόδια στελέχη του Γραφείου ρωτήθηκαν αναφορικά με την επικείμενη διαδικασία αναθεώρησης του κατώτατου μισθού και εξέφρασαν την άποψη πως δεν πρέπει να παραμείνει παγωμένος, χωρίς όμως να διατυπώνουν πρόταση ποσοστιαίας μεταβολής και επαναλαμβάνοντας πως οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται σε συνάρτηση με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2021 ήταν -2,3%, καταγράφοντας σαφώς ηπιότερη ύφεση από όλες τις προβλέψεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού. Εφόσον τα επόμενα τρίμηνα εξελιχθούν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ετήσια μεγέθυνση αναμένεται να υπερβεί το βασικό μας σενάριο (2,7%) και να κινηθεί πιο κοντά στο θετικό σενάριο μεταξύ 3,6% και 4,8%. Σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν και οι σημαντικότερες μακροοικονομικές μεταβλητές: η ανεργία παραμένει σταθερή, ο αποπληθωρισμός περιορίζεται και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώνεται. Επίσης, αξιοσημείωτη επιτυχία είχε και η πρόσφατη έκδοση δεκαετούς ομολόγου, με το spread σε σχέση με τo γερμανικό ομόλογο να μειώνεται κάτω από τις 100 μονάδες. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, κατέγραψαν σημαντική βελτίωση τον Μάιο, με τη μερική άρση των περιοριστικών μέτρων και την επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος.
Η καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της οικονομικής δραστηριότητας κατά το πρώτο τρίμηνο δεν πρέπει να υπερτιμηθεί καθώς οι οικονομικές προκλήσεις και αβεβαιότητες θα διατηρηθούν και μετά το τέλος της πανδημίας. Βραχυπρόθεσμα, η κρίσιμη αβεβαιότητα είναι η εξέλιξη της υγειονομικής κατάστασης που αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα των επόμενων τριμήνων. Η χώρα μας βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού, αλλά ξεπερνάει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην αναλογία των ημερήσιων κρουσμάτων και θανάτων. Αυτό δείχνει ότι παρά την αποτελεσματικότητα της πορείας των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και της νοσοκομειακής περίθαλψης παραμένει σχετικά χαμηλή.
Συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας είναι η καθυστερημένη άρση των περιοριστικών μέτρων και η διατήρηση της πίεσης στο σύστημα υγείας, με αρνητικές οικονομικές συνέπειες που εκδηλώνονται κυρίως μέσω του τουρισμού. Η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμού και οι περιορισμοί που θέτουν τα κράτη προέλευσης στους πολίτες τους που ταξιδεύουν στη χώρα μας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υγειονομική της εικόνα. Είναι επομένως σημαντικό να βελτιωθεί αυτή η εικόνα και να προσεγγίσει γρήγορα τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πριν την ολοκλήρωση της τουριστικής περιόδου.
Μεσοπρόθεσμα, οι αβεβαιότητες συνδέονται με την άρση των έκτακτων επεκτατικών μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυτή η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής αποτελεί μια μείζονα πρόκληση τόσο από μακροοικονομική όσο και από δημοσιονομική σκοπιά. Η μακροοικονομική αφορά τις επιχειρήσεις που λάμβαναν για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταβιβαστικές πληρωμές από τον κρατικό προϋπολογισμό και οι οποίες, πλέον, θα επαναλειτουργήσουν χωρίς την κρατική στήριξη.
Η παρατεταμένη διακοπή της παραγωγικής τους λειτουργίας ενδέχεται να έχει προκαλέσει μόνιμες απώλειες, εξαιτίας της απαξίωσης του κεφαλαιακού αποθέματος και των εργασιακών δεξιοτήτων. Με δεδομένο ότι η δημοσιονομική επέκταση δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες της πανδημίας, θα υπάρχουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά με συσσωρευμένα χρέη, που θα χρειαστούν πρόσθετη ρευστότητα για να τα εξυπηρετήσουν. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχει συσσωρευτεί στο τραπεζικό σύστημα λόγω των ειδικών νομισματικών συνθηκών και των αυξημένων αποταμιεύσεων δεν μπορεί να καλύψει αυτές τις ανάγκες.
Αντίθετα, αναμένεται να στραφεί προς τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων σε ανερχόμενους κλάδους, όπως άλλωστε προβλέπει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα της ανακατανομής του κεφαλαίου και της απασχόλησης από τους κλάδους που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας προς τους δυναμικούς κλάδους που πληρούν κριτήρια μακροχρόνιας βιωσιμότητας. Μια τέτοια διαδικασία δεν είναι ούτε γρήγορη ούτε ομαλή. Θα πρέπει, εκτός από τη στήριξη των ανερχόμενων κλάδων, να υπάρξει και μέριμνα για τη διευκόλυνση της μετάβασης των συντελεστών παραγωγής από τους φθίνοντες κλάδους.
Οι μακροοικονομικές αβεβαιότητες μεταφέρονται και στα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, η άρση των έκτακτων μέτρων θα προκαλέσει μια δημοσιονομική βελτίωση κατά 7 περίπου μονάδες ΑΕΠ (από -7,2% το 2021 σε -0,3% το 2022). Η πραγματοποίηση αυτής της πρόβλεψης εξαρτάται από την ομαλή επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας.
Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που αδυνατούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα εισοδήματος είναι αναμενόμενο να μην μπορούν να αποπληρώσουν τις τρέχουσες και τις συσσωρευμένες φορολογικές και ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις.
Ο δημόσιος τομέας ίσως χρειαστεί να τους παρέχει πρόσθετη οικονομική στήριξη, αφενός, για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και αφετέρου, για να διευκολύνει τη μετάβασή τους σε πιο παραγωγικούς κλάδους και δραστηριότητες. Επομένως, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στη διαδικασία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, τόσο από την πλευρά των εσόδων όσο και από την πλευρά των δαπανών, οι οποίοι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Με βάση τα παραπάνω, οι απώλειες που προκάλεσε η πανδημία και το κόστος των παρεμβάσεων για τον περιορισμό των επιπτώσεων δεν θα εξαφανιστούν μόλις τελειώσει η πανδημία. Η επαναφορά στην ανάκαμψη δεν αρκεί να ιδωθεί μόνο μέσα από τα συνολικά μεγέθη και τους μέσους όρους, αλλά πρέπει να λάβει υπόψη και τις έντονες ασυμμετρίες μεταξύ κλάδων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Το ζήτημα των ανισοτήτων δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή και ενδέχεται να αποδειχθεί σημαντικότερο στα επόμενα χρόνια. Σε πρόσφατο δοκίμιο εργασίας του ΔΝΤ, διαπιστώθηκε η διαχρονική θετική συσχέτιση μεταξύ πανδημιών και κοινωνικής έντασης.
Οι πανδημίες επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση και εντείνουν την ανισότητα, δημιουργώντας συνθήκες που οξύνουν τις κοινωνικές εντάσεις. Οι κοινωνικές εντάσεις, με τη σειρά τους, προκαλούν πρόσθετες μειώσεις στην οικονομική μεγέθυνση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Το πρόβλημα μπορεί να εκδηλωθεί εντονότερα σε χώρες με σχετικά αδύναμο θεσμικό πλαίσιο και μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας, όπως η Ελλάδα, και να δημιουργήσει περισσότερες αβεβαιότητες για την επόμενη μέρα.