Στη διάθεση συνολικού ποσού 24.800 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%), που αφορά στην ανάθεση εκπόνησης μελέτης για τον σταδιακό παροπλισμό του δικτύου χαλκού, προχώρησε με εντολή υπουργού, ο Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Δρ Στάβερης-Πολυκαλάς Αθανάσιος.
Στην απόφαση τονίζεται ότι η διαδικασία ελέγχου, εκκαθάρισης και πληρωμής της σχετικής δαπάνης διενεργείται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών - Ταχυδρομείων.
Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνει λόγο για σταδιακή κατάργηση του χαλκού έως το 2030. Στη χώρα μας, το δίκτυο χαλκού είναι εγκατεστημένο από τον ΟΤE σε όλη τη χώρα και η αντικατάστασή του θα απαιτήσει χρόνο αλλά και χρήμα, όχι μόνο από τον ΟΤΕ αλλά και τους άλλους παρόχους.
Το κόστος, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, θα είναι σημαντικό, ωστόσο ακόμα δεν υπάρχει σχετική εκτίμηση για τελικό ύψος του. Ήδη σε πολλές περιοχές η οπτική ίνα προχωρά, προσφέροντας σημαντικά αυξημένες ταχύτητες στους χρήστες του Ιnternet, ενώ σταδιακά θα πρέπει να γίνει αντικατάσταση όλου του δικτύου χαλκού.
Η διαδικασία για την πλήρη κατάργηση του δικτύου του χαλκού ξεκίνησε στο τέλος Μαρτίου, με την έναρξη διαβούλευσης από την ΕΕΤΤ. Το θέμα τέθηκε σε διαβούλευση, καθώς από την αλλαγή θα προκύψει και υποχρεωτική αναβάθμιση των γραμμών των συνδρομητών, μια και οι παλιές τους γραμμές θα καταργηθούν.
Όλη αυτή η διαδικασία, εκτός από την επένδυση του OΤΕ, θα επιφέρει και επιπλέον χρεώσεις στους άλλους παρόχους και θα πρέπει μέσα από τον διάλογο να αποφασιστεί ποιος θα επωμιστεί το σχετικό κόστος και αν θα υπάρξουν εκπτώσεις.
Το δίκτυο σήμερα
Το δίκτυο χαλκού του ΟTΕ αποτελεί το μοναδικό δίκτυο με πλήρη γεωγραφική κάλυψη όλης της ελληνικής επικράτειας. Οι μεγαλύτεροι Εναλλακτικοί Πάροχοι εξακολουθούν να βασίζουν σε μεγάλο βαθμό την παροχή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες στα προϊόντα και στις υπηρεσίες πάνω από το συγκεκριμένο δίκτυο, ιδίως μέσω της Αδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο και τις υπηρεσίες συνεγκατάστασης, Φυσικής ή Απομακρυσμένης, στα Αστικά Κέντρα (ΑΚ) του OΤΕ.
Με τις υπηρεσίες αυτές προσφέρουν σε επίπεδο λιανικής συνδέσεις ADSL ή VDSL από το ΑΚ, με ταχύτητες από 24 Mbps έως και 50 Mbps. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι επενδύσεις σε δίκτυα πρόσβασης οδήγησαν στην εισαγωγή εναλλακτικών υποδομών στο δίκτυο πρόσβασης με παράλληλη αλλαγή της αρχιτεκτονικής δικτύου.
Ήδη από το 2012, οπτικές ίνες αντικατέστησαν τον χαλκό στο τμήμα του δικτύου από την υπαίθρια καμπίνα έως το ΑΚ. Ο ενεργός εξοπλισμός μεταφέρθηκε πιο κοντά στον τελικό χρήστη και οι υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν, εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ταχύτητα και καλύτερη ποιότητα. Ακολούθως, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, είχαμε νέα αναβάθμιση στα δίκτυα πρόσβασης, κυρίως με την εισαγωγή της τεχνολογίας VDSL vectoring στο δίκτυο αρχιτεκτονικής Fiber To The Cabine (οπτική ίνα στην καμπίνα), καθώς και ανάπτυξη δικτύων Fiber to the Home, με την οπτική ίνα να φτάνει μέχρι τον τελικό χρήστη.
Πλέον, οι εμπορικά προσφερόμενες ταχύτητες ευρυζωνικής πρόσβασης φτάνουν τα 200 Mbps. Επί του παρόντος, το παραδοσιακό δίκτυο χαλκού λειτουργεί παράλληλα με τα δίκτυα επόμενης γενιάς, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τα ανταγωνιστεί ούτε σε επίπεδο ταχύτητας της προσφερόμενης υπηρεσίας ούτε σε επίπεδο ποιότητας υπηρεσίας.
Η μετάβαση από το παραδοσιακό δίκτυο στα δίκτυα επόμενης γενιάς συνεπώς είναι προς το συμφέρον των τελικών χρηστών και θα βοηθήσει την επίτευξη των στόχων που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τη διαθεσιμότητα και την κάλυψη των δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς.
Παράλληλα, στις περιοχές που ο ΟTΕ αναπτύσσει δίκτυα νέας γενιάς, είναι οικονομικά ασύμφορο να διατηρεί παράλληλες υποδομές, λόγω του αυξημένου κόστους συντήρησης και λειτουργίας. Η μετάβαση δε συνδρομητών στα νέα δίκτυα αυξάνει το μοναδιαίο κόστος παροχής υπηρεσιών μέσω του δικτύου χαλκού, γεγονός που αντανακλάται και στην πορεία των τιμών των υπηρεσιών χαλκού στο μοντέλο προσδιορισμού των τιμών της ΕΕΤΤ.
Δεδομένου ωστόσο ότι η μετάβαση είναι μία πολυσύνθετη διαδικασία, η ΕΕΤΤ παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις και, στο πλαίσιο του νέου κύκλου ανάλυσης της αγοράς τοπικής πρόσβασης, θα καθορίσει κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική διαδικασία μετάβασης, προκειμένου να καλύπτονται, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις έγκαιρης ειδοποίησης, διαφάνειας και διαθεσιμότητας εναλλακτικών προϊόντων πρόσβασης για τους παρόχους, τουλάχιστον συγκρίσιμης ποιότητας και να μη δημιουργηθούν νοθεύσεις/περιορισμοί του ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές.