Πολλαπλά μέτωπα φαίνεται πως άνοιξε το υπουργείο Εργασίας με το υπό κατάθεση στη Βουλή εργασιακό σχέδιο νόμου, καθώς αντιδρά σύσσωμη η αντιπολίτευση, τα συνδικάτα οργανώνουν απεργιακές κινητοποιήσεις για τις 3 Ιουνίου, ενώ και εργοδοτικές οργανώσεις εκφράζουν ενστάσεις για σειρά διατάξεων.
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο και για περαιτέρω αλλαγές, όσον αφορά το καθεστώς προκήρυξης απεργιακών κινητοποιήσεων, ενώ οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι οι ήδη γνωστές διατάξεις κρύβουν νέες σαρωτικές αλλαγές στο δίκαιο των απολύσεων αλλά και των αποζημιώσεων.
Μιλώντας στον ΑΝΤ1 και στην εκπομπή «Πρωινοί Τύποι», ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης δήλωσε πως προτίθεται να αλλάξει τη διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στα συνδικάτα, όταν μια απεργία κρίνεται παράνομη και καταχρηστική από το δικαστήριο, να την επαναπροκηρύσσουν μέσω άλλου, δευτεροβάθμιου σωματείου. Με αφορμή την απεργία στο μετρό και σε ερώτηση για το εάν θα αλλάξει η διαδικασία που ακολουθείται έως τώρα για τις παράνομες και καταχρηστικές απεργίες, απάντησε χαρακτηριστικά ότι «θα φέρουμε ρύθμιση με βάση την οποία δεν θα μπορεί να συνεχίζεται αυτό το γαϊτανάκι».
Στην πράξη, σύμφωνα με τον κ. Χατζηδάκη, όταν μια απεργία κρίνεται καταχρηστική από το δικαστήριο δεν θα μπορεί να επαναπροκηρυχθεί από άλλο δευτεροβάθμιο σωματείο. Για να συμπληρώσει ο υπουργός ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι η απεργία δεν θα μπορεί να προκηρυχθεί εγκύρως, αργότερα, με όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος».
Νέες αντιδράσεις για τις απολύσεις
Εντωμεταξύ, αναλύοντας οι ειδικοί το σχέδιο νόμου που εντός των επόμενων ημερών θα πρέπει να πάρει τον δρόμο προς τη Βουλή, επισημαίνουν ότι κρύβονται νέες σκληρές προβλέψεις για τις απολύσεις και το ύψος των αποζημιώσεων. Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο του καθηγητή Εργατικού Διακαίου του ΑΠΔ Δημήτρη Ζερδελή στην «Καθημερινή», όπου επισημαίνεται ότι μέσω του νομοσχεδίου, δίνεται η δυνατότητα καθυστέρησης της καταβολής αποζημίωσης από τον εργοδότη έως και 4 μήνες μετά την απόλυση, χωρίς αυτή να καθίσταται άκυρη. Να σημειωθεί ότι σήμερα, ένας εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση κατά την απόλυση.
Πρόκειται για το άρθρο 65 του σχεδίου νόμου, που αναφέρει ότι εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των νόμων 3198/1955 και 3863/2010, δηλαδή με άλλα λόγια δεν έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος ή/και δεν έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφόσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας 4 μηνών και τυγχάνει εφαρμογής η ρύθμιση που προβλέπει πως ο μισθωτός έχει 3 μήνες περιθώριο για να εγείρει αξιώσεις μετά την απόλυσή του. Παράλληλα μάλιστα, δίνεται η δυνατότητα, σύμφωνα με τους νομικούς, μείωσης της αποζημίωσης κατά 10%, επίσης χωρίς η απόλυση να καθίσταται άκυρη.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «εάν η αποζημίωση απόλυσης υπολείπεται της νόμιμης κατά ποσοστό μέχρι 10%, θεωρείται ότι έγινε λόγω συγγνωστής πλάνης και ο απολυθείς μπορεί να αιτηθεί με αγωγή μόνο τη συμπλήρωσή της». Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους ειδικούς, πως στην περίπτωση που ο εργαζόμενος λάβει το 90% της αποζημίωσης, θα μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο μόνο για να διεκδικήσει το υπόλοιπο 10% και όχι για να ακυρώσει την απόλυση.
Αντιδράσεις και από τον ΣΕΒ
Το θέμα των απολύσεων και των αλλαγών που προωθούνται, βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής συγκεκριμένων διατάξεων του νομοσχεδίου και από τον ΣΕΒ. Συγκεκριμένα, ο Σύνδεσμος, με ανακοίνωσή του, αφού επισημαίνει πως το νομοσχέδιο περιέχει θετικά εκσυγχρονιστικά στοιχεία, «περιλαμβάνει και πολλά προβληματικά σημεία». «Πολλές από τις διατάξεις του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, έχουν νομικά και ερμηνευτικά προβλήματα και προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος που είναι ασύμβατο με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, το οποίο θα λειτουργήσει τόσο εις βάρος των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων», αναφέρει ο ΣΕΒ σε ανακοίνωση που εξέδωσε χθες. Μεταξύ αυτών, είναι οι ριζικές αλλαγές στο δίκαιο της καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, «οι οποίες θα δημιουργήσουν σοβαρά δικονομικά προβλήματα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αλλά και το θέμα της διευθέτησης, από άλλη σκοπιά βέβαια, συγκεντρώνει τις αντιδράσεις εργοδοτών και εργαζομένων. Συγκεκριμένα, ο ΣΕΒ εκτιμά πως η πρόταση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας δεν λαμβάνει υπόψη τις ευρωπαϊκές πρακτικές, τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες των επιχειρήσεων και τα σύγχρονα οργανωτικά μοντέλα, αλλά και τις ανάγκες των ίδιων των εργαζομένων, αφού οι επιχειρήσεις δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προτείνουν στους εργαζόμενούς τους διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους, κατά τρόπο που και οι δύο πλευρές να μπορούν να επωφεληθούν από τα ευεργετικά αποτελέσματα μίας τέτοιας ρύθμισης.