Σε αναπάντεχη αναβάθμιση της αξιολόγησης του ελληνικού αξιόχρεου κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ από ΒΒ- προχώρησε ο οίκος Standard & Poors.
Παράλληλα, δίνει θετικό outlook στην αξιολόγηση, εκτιμώντας ότι ενδέχεται να αυξήσει εκ νέου το ελληνικό rating εντός των επόμενων 12-18 μηνών, εάν η ανάκαμψη της χώρας αποδειχθεί ισχυρότερη των προβλέψεων.
Ενας ακόμη καταλύτης αναβάθμισης είναι η βελτίωση στην πορεία του προϋπολογισμού και η σημαντική μείωση στα ΝΡΕs του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Στον αντίποδα, το outlook θα μπορούσε να υποβαθμιστεί σε σταθερό, αν η οικονομία δεχτεί μεγαλύτερο πλήγμα έναντι των προβλέψεων ή εάν υπάρξουν μεγάλες αρνητικές αποκλίσεις στον προϋπολογισμό.
Η ελληνική οικονομία
Ο οίκος προβλέπει ανάκαμψη της οικονομίας φέτος κατά 4,9% μετά την περυσινή ύφεση, βλέποντας περαιτέρω επιτάχυνση από το 2022 στο 5,8%.
Οπως αναφέρει, η κυβέρνηση επωφελείται από σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια ενώ η οικονομία θα δεχτεί πρόσθετη ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Παράλληλα, ο οίκος αναμένει ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση του προϋπολογισμού, οδηγώντας σε πτωτική τροχιά το χρέος έναντι του ΑΕΠ.
Η αναβάθμιση
Οπως αναφέρει η S&P, η αναβάθμιση αντανακλά της προσδοκία της για ταχεία βελτίωση των επιδόσεων της οικονομίας και του προϋπολογισμού, καθώς θα υποχωρούν οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας.
Η ελληνική οικονομία αναμένεται να δεχτεί ώθηση από τα σημαντικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εάν αξιοποιηθούν αποδοτικά, τα κεφάλαια αυτά θα αντιμετωπίσουν το μεγάλο επενδυτικό κενό στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, οι δομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιήσει οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιώσει την προβλεψιμότητα των πολιτικών.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους σε όρους ωρίμανσης και μέσου επιτοκιακού κόστος. Μετά από την άνοδο του 2020, ο οίκος εκτιμά ότι το ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθούν, με στήριξη από την ανάπτυξη της οικονομίας.
Η ανάπτυξη
Ο οίκος εκτιμά ότι μετά την ύφεση 8,2% το 2020, η οικονομία θα τρέξει φέτος με ανάπτυξη 4,9%. Η αβεβαιότητα για την ταχύτητα της ανάκαμψης επιμένει, δεδομένης της εμφάνισης συνεχόμενων εξάρσεων της πανδημίας στην Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους, προκαλώντας νέα μέτρα περιορισμού. Αυτό θα μπορούσε να καθυστερήσει την ανάκαμψη του κλάδου υπηρεσιών, ιδίως του τουρισμού.
Την επόμενη τριετία, ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική ανάκαμψη θα ξεπεράσει το μέσο όρο της ευρωζώνης, με ώθηση από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές φέτος, αν και δεν αναμένει ανάκαμψη του τουρισμού στα επίπεδα προ πανδημίας πριν το 2024-5.
Η κυβερνητική στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχιστεί βραχυπρόθεσμα, λόγω της πανδημίας. Χωρίς τα κυβερνητικά μέτρα, το ΑΕΠ θα είχε υποχωρήσει πολύ περισσότερο και υγιείς εταιρίες θα αναγκάζονταν σε ρευστοποίηση, επιδεινώνοντας την παραγωγική βάση της χώρας, τονίζει.
Οι τράπεζες
Ενα από τα κλειδιά για ταχύτερη ανάκαμψη είναι η μείωση στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕ) των τραπεζών, που θα οδηγούσε σε αύξηση των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα. Ο οίκος εκτιμά ότι η θετική επίπτωση προηγούμενων δομικών μεταρρυθμίσεων δεν γίνεται εμφανής σε υφεσιακό περιβάλλον ή με περιορισμένη ανάπτυξης. Χωρίς πρόσβαση σε κεφάλαια κίνησης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένουν υπό πίεση. Οι στάσεις πληρωμών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ιδίως στην πληρωμή φόρων.
Η ύφεση του 2020 έχει περιπλέξει περαιτέρω τις προσπάθειες μείωσης των ΝΡΕs. Ως εκ τούτου, η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για νέο εργαλείο μείωσης των ΝΡΕs είναι στη σωστή κατεύθυνση και θα μπορούσε να αναπτυχθεί εντός του 2021.
Την ίδια στιγμή, ο Ηρακλής ΙΙ αναμένεται να επιταχύνει το ξεκαθάρισμα στους ισολογισμούς των τραπεζών, ενώ τα δάνεια ύψους 12,6 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, εάν προωθηθεί στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό κόστος δανεισμού μέσω του τραπεζικού συστήματος, μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα χρόνια.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών περιορίστηκαν στα 58,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 από 68 δισ. ευρώ στα τέλη του 2019. Η κυβέρνηση υιοθέτησε το πρόγραμμα Ηρακλής και η S&P εκτιμά ότι μέτρα όπως αυτά θα βοηθήσουν στην επιδιόρθωση του μηχανισμού διοχέτευσης χρήματος στην οικονομία και θα βοηθήσουν στην ανάκαμψη. Επιπρόσθετα, οι προτάσεις της ΤτΕ και της κυβέρνησης για δυο επιπλέον εργαλεία είναι βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Αν οι προωθούμενες συναλλαγές προχωρήσουν όπως σχεδιάστηκαν ο οίκος αναμένει ότι στα τέλη του 2022 ο δείκτης NPEs στο σύνολο του συστήματος θα πέσει κάτω από το 20%. Εκτιμά ωστόσο ότι η πανδημία θα δημιουργήσει πιθανότατα νέα προβληματικά δάνεια.
Η ρευστότητα των τραπεζών έχει βελτιωθεί και αυτό θωρακίζει την οικονομία από μια πίεση ρευστότητας που μπορεί να προέρθει από εξωτερικούς λόγους.
Τα δημοσιονομικά
Η πανδημία διέκοψε το σερί της χώρας σε πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα πάνω από τους στόχους μετά τη μεγάλη προσαρμογή που ακολούθησε την κρίση που ξεκίνησε το 2010. Η S&P εκτιμά ότι το έλλειμμα το 2021 θα φτάσει το 6,9% του ΑΕΠ έναντι 9,7% το 2020. Δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών και της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας η απαίτηση να παρουσιάσει η χώρα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ αναστάλθηκε.
Ο προϋπολογισμός της φετινής χρονιάς έχει ως στόχο την ανάκαμψη και τη στήριξη ιδιαίτερα των κλάδων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία. Ωστόσο εξετάζοντας την προσδοκόμενη ανάκαμψη και τη μείωση του ελλείμματος ο οίκος περιμένει το χρέος να υποχωρήσει στο 201% του ΑΕΠ το 2021 από 206% το 2020. Καθαρό από ταμειακά διαθέσιμα προβλέπει μείωση του χρέους το 2021 στο 184% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο απ’ όλες τις χώρες που καλύπτει, από περίπου 188% του ΑΕΠ το 2020.
Παρά τη σημαντική χειροτέρευση της ισορροπίας του προϋπολογισμού και του κυβερνητικού χρέους το 2020, η Ελλάδα μπήκε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια. Αυτό φαίνεται από την υποκείμενη δημοσιονομική θέση (εκτιμάται πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2019) καθώς και από το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας (περίπου 17% του ΑΕΠ το 2020), το οποίο μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Επιπλέον η μεταφορά των κερδών που έχουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα (SMP/ANFA) θα συνεχιστεί παρά την χειροτέρευση της εικόνας του προϋπολογισμού. Επιπρόσθετα η επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων στις αγορές της ΕΚΤ είναι κλειδί ώστε να έχει η χώρα πρόσβαση σε υποφερτά επιτόκια.
Η S&P υπολογίζει στο 1,3% του ΑΕΠ το μέσο κόστος εξυπηρέτησης χρέους στα τέλη του 2020. Αυτό το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τις περισσότερες από τις χώρες που βαθμολογεί με ΒΒ. Η μέση ωρίμανση χρέους είναι σχεδόν 20 χρόνια και εκτιμάται ότι αυτό περιορίζει το βάρος παρά τη σημαντική αύξηση του χρέους.
Το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Ο οίκος εκτιμά ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα υποχωρήσει στο 4,2% του ΑΕΠ από το 6,7%. Βλέπει ανάκαμψη στον τουρισμό και τα έσοδα από τις εξαγωγές. Ωστόσο η αύξηση των εισαγωγών, περιλαμβανομένου του ενεργειακού κόστους, θα καθυστερήσει τη βελτίωση σε αυτό το επίπεδο.
Οι δομικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία χρόνια βάζουν τον εξαγωγικό τομέα της χώρας σε τροχιά εκμετάλλευσης της αυξημένης παραγωγικότητας, και αυτό φαίνεται στα ισχυρά αποτελέσματα στο κομμάτι των εξαγωγών, σημειώνει η S&P. Εκτιμα δε ότι όταν οι κίνδυνοι από την πανδημία περιοριστούν τα μερίδια της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο θα αυξηθούν. Επιπλέον παρά την προσωρινή βουτιά το 2020, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν πάλι φέτος.
Σταϊκούρας: Ιδιαίτερα θετική η αναβάθμιση
«O οίκος αξιολόγησης “S&P Global Ratings” προχώρησε σήμερα στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, βελτιώνοντας παράλληλα την προοπτική της χώρας από “σταθερή” σε “θετική”», τονίζει σε δήλωσή του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Οπως αναφέρει, «είναι η δεύτερη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, το αξιόχρεο της χώρας.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα εξαιρετικά σημαντικό, θετικό γεγονός για την ελληνική οικονομία, που οφείλεται στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση ορθών πολιτικών στο πεδίο της οικονομίας και γενικότερα στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς και σε σειρά μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών.
Όπως τονίζεται από τον οίκο αξιολόγησης, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλέον ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές, με ρυθμούς που αναμένεται να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την επόμενη τριετία.
Επιπρόσθετα, γίνεται ειδική μνεία στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και στις - καθοριστικής σημασίας- δημοσιονομικές παρεμβάσεις στις οποίες προέβη η Κυβέρνηση, συγκρατώντας την ύφεση και προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την παραγωγική βάση της χώρας.
Παράλληλα, στην έκθεσή του, ο οίκος υπογραμμίζει την ευνοϊκή διάρθρωση του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, το ασφαλές ύψος των ταμειακών διαθεσίμων και την εν γένει αντιστάθμιση των διαφόρων κινδύνων η οποία έχει επιτευχθεί, περιορίζοντας έτσι ενδεχόμενες μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις για την ελληνική οικονομία.
Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει την προσπάθεια, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της πατρίδας μας, όραμα, σχέδιο, και αποφασιστικότητα και με σύμμαχο τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, για να οδηγήσει με ασφάλεια την Ελλάδα στη μετά-κορωνοϊό εποχή, θέτοντας στέρεες βάσεις για μια οικονομία πιο ισχυρή, παραγωγική και ανθεκτική και μια κοινωνία δικαιότερη και πιο συνεκτική».