Βαθιά ανάσα ακόμα και πάνω από 5 δισ. ευρώ στα φορολογικά έσοδα, επτά έξτρα «πόντους» στο ΑΕΠ και 180.00-200.000 νέες θέσεις εργασίας θα φέρει η εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, όπως προκύπτει από τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η προοπτική αυτή, εφόσον επιβεβαιωθεί στην πράξη, ανοίγει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ τον δρόμο για μείωση των φορολογικών βαρών ή/και αύξηση των δημόσιων δαπανών. «Η εφαρμογή του σχεδίου αυξάνει τον λόγο των φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό χώρο που επιτρέπει τη μείωση των φόρων ή/και την αύξηση των δημόσιων δαπανών, κάτι που μπορεί να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα», σημειώνεται στη μελέτη της ΤτE, η οποία ενσωματώνεται στο αναλυτικό σχέδιο για την αξιοποίηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο υπέβαλε σήμερα στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης.
Η μελέτη της TτΕ αρχικά εκτιμά τις επιδράσεις των επιχορηγήσεων και των δανείων που εντάσσονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στις βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την επίδραση των μεταρρυθμίσεων.
Σε αυτό το πρώτο σετ αποτελεσμάτων, η από κοινού επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων (χωρίς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου) οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ το 2026 κατά 4,31%. Αυτό μεταφράζεται σε θετική συνεισφορά στον ρυθμό ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,72 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021-2026. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξάνονται επίσης, φτάνοντας τη μέγιστη αύξησή τους κατά 21% το 2025.
Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται περισσότερο από 2% κατά την εξαετία 2021-2026. Η αύξηση ΑΕΠ διευρύνει τη φορολογική βάση και ενισχύει τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 1,56 ποσοστιαίες μονάδες το 2026. Σημειώνεται ότι μετά το 2026, όταν και τελειώνει η εκταμίευση των πόρων, η οικονομία επανέρχεται σταδιακά στην αρχική κατάσταση μακροχρόνιας ισορροπίας. Ωστόσο, η ταχύτητα σύγκλισης είναι μικρή, με αποτέλεσμα οι θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ να έχουν υψηλή χρονική διάρκεια, ακόμα και 20 χρόνια μετά, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση του αποθέματος κεφαλαίου κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του Σχεδίου.
«Καλύτερα» τα δάνεια
Σύμφωνα με την TτΕ, η οικονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από τα δάνεια που διοχετεύονται προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν μεγαλύτερη επίδραση στο ΑΕΠ απ’ ό,τι οι επιχορηγήσεις. Αυτό εξηγείται από τη σημαντική αύξηση της ζήτησης για ιδιωτικές επενδύσεις και της συσσώρευσης αποθέματος ιδιωτικού κεφαλαίου, καθώς επίσης και από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας που ωθεί σημαντικά τις εξαγωγές. Χωρίς τα δάνεια, η επέκταση που χρηματοδοτείται από τις επιχορηγήσεις εκτοπίζει (crowds out) τις ιδιωτικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού που επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση για εξαγωγές.
«Κλειδί» οι μεταρρυθμίσεις
Στη συνέχεια, η μελέτη της TτΕ παρουσιάζει τις εκτιμήσεις των επιδράσεων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις μακροοικονομικές μεταβλητές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων. Η υπόθεση εργασίας είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν μόνιμο χαρακτήρα, το οποίο σημαίνει ότι η οικονομία μετακινείται προς μια νέα μακροχρόνια ισορροπία. Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τον ανταγωνισμό, η επίδραση πρώτης τάξης είναι μια μείωση της τιμής των εγχώριων αγαθών, κάτι το οποίο αυξάνει τη ζήτηση για εγχώρια αγαθά και μειώνει τη ζήτηση για εισαγωγές (υποκατάσταση εισαγωγών). Το υψηλότερο επίπεδο ζήτησης οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για εργασία και επενδύσεις, κάτι το οποίο αυξάνει το επίπεδο του ΑΕΠ.
Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ και οι επενδύσεις αυξάνονται κατά 1,25% και 2,35%, αντιστοίχως. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης οδηγεί σε αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 0,51 ποσοστιαίες μονάδες. Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις που προωθούν μεγαλύτερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, αυτές, υποθέτοντας σταθερές τις τιμές όλων των άλλων εξωγενών μεταβλητών και παραμέτρων του υποδείγματος, οδηγούν σε ευνοϊκή μεταβολή των συνθηκών παραγωγής των εγχώριων επιχειρήσεων, αυξάνοντας έτσι το επίπεδο απασχόλησης. Παράλληλα, οδηγούν σε αλλαγή των όρων εμπορίου προς όφελος της εσωτερικής παραγωγής, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση των εξαγωγών. Μέσα από αυτά τα κανάλια, η μεταρρύθμιση δημιουργεί αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 3,52% και 4,68% αντίστοιχα σε μακροπρόθεσμη βάση. Η αύξηση του εισοδήματος από εργασία και της ιδιωτικής κατανάλωσης οδηγούν σε αύξηση του λόγου φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ κατά 1,47 ποσοστιαίες μονάδες μακροπρόθεσμα.
Τελικά, οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, οδηγούν σε αύξηση της οριακής παραγωγικότητας των ιδιωτικών συντελεστών παραγωγής και μειώνουν τα πραγματικά οριακά κόστη, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τη ζήτηση για επενδύσεις και εργασία και να μειώσουν τις τιμές των εγχώρια παραγόμενων αγαθών, αυξάνοντας έτσι τις εξαγωγές αλλά και την κατανάλωση. Μακροπρόθεσμα, το ΑΕΠ και οι επενδύσεις αυξάνουν κατά 1,19% και 1,44%, αντιστοίχως.
Στο σύνολό τους, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνδυαστικά μπορούν να συνεισφέρουν στον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 0,43 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021-2026. Οι μεταρρυθμίσεις έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν το επίπεδο του πραγματικού προϊόντος, των ιδιωτικών επενδύσεων και της απασχόλησης κατά περίπου 6%, 8,5% και 4%, αντιστοίχως, μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να διευρύνουν μόνιμα τη φορολογική βάση και να οδηγήσουν σε αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο τελικός «λογαριασμός»
Η συνδυαστική επίδραση των επιχορηγήσεων, των δανείων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οδηγούν σε εκτιμήσεις αύξησης του ΑΕΠ κατά 7 έξτρα μονάδες το 2026, με παράλληλη αύξηση των θέσεων εργασίας κατά περίπου 200.000 και των φορολογικών εσόδων κατά 2,8 μονάδες του ΑΕΠ.
Αναλυτικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 2021-2026, σωρευτικά, κατά ποσό ίσο με περίπου το 1/3 του ΑΕΠ του 2020, και κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2026 σε σχέση με το σενάριο βάσης. Αυτό συνεπάγεται θετική συμβολή στον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά περίπου 1,15 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021-2026. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ διατηρείται και μακροπρόθεσμα, λόγω της θετικής μόνιμης επίδρασης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε βάθος 20ετίας υπολογίζεται στις 6,5 μονάδες στο ΑΕΠ κάθε έτος, σε σχέση με το σενάριο βάσης. Κατά την περίοδο 2021-2026, το σχέδιο αυξάνει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση περισσότερο από 20% και περίπου 4% αντίστοιχα, με τα κέρδη απασχόλησης να αντιστοιχούν σε 180.000-200.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι θέσεις αυτές διατηρούνται μακροπρόθεσμα, δηλαδή είναι μόνιμες, όπως επίσης μόνιμη αύξηση καταγράφεται και στο επίπεδο της ιδιωτικής επένδυσης.
Η εφαρμογή του σχεδίου αυξάνει τον λόγο των φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό χώρο που επιτρέπει τη μείωση των φόρων ή/και την αύξηση των δημόσιων δαπανών, κάτι που μπορεί να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα από αυτήν που προβλέπεται στο σενάριο βάσης.